Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
τέχναις
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
τέχναις — τέχνη art fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hermeneutik — Die Hermeneutik (von altgriechisch ἑρμηνεύειν hermēneuein ‚erklären, auslegen, übersetzen‘)[1] ist eine Theorie über die Auslegung von Werken und über das Verstehen. Beim Verstehen verwendet der Mensch Symbole. Er ist in eine Welt von Zeichen und … Deutsch Wikipedia
κηρυκικός — κηρυκικός, ή, όν (Α) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκική η τέχνη τού κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
παραπέτασμα — το, ΝΜΑ [παραπετάννυμαι] 1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.) 2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… … Dictionary of Greek
συσσώζω — Α 1. διασώζω από κοινού («συσσώσειν έμέ πάσαις τέχναις», Αριστοφ.) 2. διαφυλάσσω («κινδυνεύοντες ξυνεσώσαμεν ὑμᾱς», Θουκ.) 3. διατηρώ («εἰ... δασύτητας καὶ ψιλότητας δύναιτο συσσῴζειν», Πολ.) … Dictionary of Greek