-
1 συνδεσμος
ὅ(Eur. pl. τὰ σύνδεσμα)
1) связь, соединение, скрепа(ἁφαὴ καὴ σύνδεσμοι NT.)
ἁμμάτων σύνδεσμα Eur. — скрепляющие узлы, завязки2) единство(τῆς πόλεως Plat.; τῆς τελειότητος NT.)
3) узы, путы(ἀδικίας NT.)
4) лог. связность, согласованностьὁ λόγος εἷς οὐ συνδέσμῳ, ἀλλὰ τῷ ἑνὸς εἶναι Arst. — речь, единая не в силу (внешней) связности, а в силу единства темы
5) узел волос, прическа6) анат. связка, сухожилие(μελέων σύνδεσμα Eur.)
7) грам. союз Arst., Diog.L. -
2 σύνδεσμος
ο1) связывающий элемент, связующее звено;σύνδεσμοι σιδηροδρομικών ράβδων — рельсовые скрепления;
2) общество, союз;ο έλληνο-σοβιετικός σύνδεσμος — общество греко-советской дружбы;
3) узы;σύνδεσμος φιλίας — узы дружбы;
4) связь, соединение;σύνδεσμος αρθρωτός — карданное соединение; — б) связь, взаимодействие; — контакт;
στενός σύνδεσμος — тесное взаимодействие;
διατηρώ σύνδεσμο — поддерживать связь;
6) грам, союз;7) анат. связка, сухожилие; 9) воен, связной; посыльный -
3 σύνδεσμος
ὁ σύνδεσμος связка, ≃ союз (≃ лат. conjunctio; ср. грамм. asyndeton ≃ бессоюзие) -
4 σύνδεσμος
{сущ., 4}1. связь, союз, соединение, связка (сухожилие);2. узы, путы, ножные кандалы.Ссылки: Деян. 8:23; Еф. 4:3; Кол. 2:19; 3:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύνδεσμος
-
5 σύνδεσμος
{сущ., 4}1. связь, союз, соединение, связка (сухожилие);2. узы, путы, ножные кандалы.Ссылки: Деян. 8:23; Еф. 4:3; Кол. 2:19; 3:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύνδεσμος
-
6 σύνδεσμος
1. связь, союз, соединение, связка (сухожилие); 2. узы, путы, ножные кандалы.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σύνδεσμος
-
7 σύνδεσμος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σύνδεσμος
-
8 σύνδεσμος
[синдэзмос] ουσ α связь, соединение, общество, организация, (γραμ) союз. - —. -
9 συνδεσμα
-
10 διαζευκτικος
-
11 δυνητικος
-
12 παρασυναπτικος
3грам. выражающий фактическую причинную связь, винословный, причинный -
13 συναπτικος
-
14 υποτακτικος
I3грам.1) подчиненныйὑποτακτικὸν ἄρθρον — подчиненный член, т.е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν);
ὑποτακτικὸν φωνῆεν — неслоговой (второй) гласный дифтонга2) подчиняющий3) сослагательныйὑποτακτικέ ἔγκλισις или ὑποτακτικὸν ῥῇμα — сослагательное наклонение
IIὅ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив -
15 αιτιολογικός
η, ό[ν]1) обосновывающий, мотивирующий, аргументирующий; 2) оправдательный, объяснительный; 3) грам, причинный;αιτιολογική πρόταση — причинное предложение;
αιτιολογικός σύνδεσμος — причинный союз;
4) мед. этнологический -
16 συμπερασματικός
η, ό[ν] относящийся к выводу, к заключению;συμπερασματικός σύνδεσμος — грам, союз следствия
-
17 υποθετικός
η, ό[ν]1) условный; предполагаемый, предположительный; гипотетический; 2) грам, условный;υποθετικός σύνδεσμος — условный союз;
υποθετική πρόταση — условное предложение
-
18 χρονικός
-
19 4886
{сущ., 4}1. связь, союз, соединение, связка (сухожилие);2. узы, путы, ножные кандалы.Ссылки: Деян. 8:23; Еф. 4:3; Кол. 2:19; 3:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4886
См. также в других словарях:
σύνδεσμος — that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — ο 1. (γραμμ.), μέρος του λόγου: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος. 2. ό,τι συνδέει δύο ή περισσότερα πράγματα: Στην Κατοχή ήταν σύνδεσμος ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. – Το Βυζάντιο θεωρείται σύνδεσμος του αρχαίου ελληνικού κόσμου με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… … Dictionary of Greek
ξύνδεσμος — σύνδεσμος , σύνδεσμος that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοις — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl σύνδεσμος that which binds together neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοισιν — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl (epic ionic aeolic) σύνδεσμος that which binds together neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμων — σύνδεσμος that which binds together masc gen pl σύνδεσμος that which binds together neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπολις — Σύνδεσμος, στην αρχαιότητα, 4 πόλεων ή δήμων, πολιτικός ή θρησκευτικός. Οι σπουδαιότεροι ήταν: 1. Τ. η Αττική. Την Τ. αποτελούσαν οι δήμοι Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Τους ένωνε η κοινή λατρεία σε ναό του Ηρακλή. 2. Τ. η Δωρική … Dictionary of Greek
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek
άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)