Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σύγκειμαι

  • 1 заключать

    ρ.δ.
    1. βλ. заключить.
    2. συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα•

    из чего это заключаете? από που το συμπεραίνετε αυτό;

    3. περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα•

    книга эта -ет в себе много истин αυτό το βιβλίο περιέχει πολλές αλήθειες•

    заключать в скобки κλείνω σε παρένθεση.

    1. περιέχομαι, περικλείνομαι• βρίσκομαι, είμαι•

    в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια•

    никто не понял, какой смысл -лся в его словах κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λόγια του.

    2. συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελούμαι, απαρτίζομαι•

    все его богатство -ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι μόνο ένα σπίτι•

    дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξής.

    3. τελειώνω, κλείνω•

    письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευχές.

    Большой русско-греческий словарь > заключать

  • 2 состоять

    ρ.δ.
    1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•

    квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•

    семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•

    в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•

    разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...

    2. είμαι μέλος•

    состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.

    || είμαι, διατελώ, υπηρετώ•

    состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.

    || διατελώ σε μια κατάσταση•

    состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•

    состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•

    переписке έχω αλληλογραφία•

    состоять в дружбе έχω φιλία.

    γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•

    лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > состоять

См. также в других словарях:

  • σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ξυγκειμένων — σύγκειμαι lie together perf part mp fem gen pl σύγκειμαι lie together perf part mp masc/neut gen pl σύγκειμαι lie together pres part mp fem gen pl σύγκειμαι lie together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκείμενον — σύγκειμαι lie together perf part mp masc acc sg σύγκειμαι lie together perf part mp neut nom/voc/acc sg σύγκειμαι lie together pres part mp masc acc sg σύγκειμαι lie together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκειμένων — σύγκειμαι lie together perf part mp fem gen pl σύγκειμαι lie together perf part mp masc/neut gen pl σύγκειμαι lie together pres part mp fem gen pl σύγκειμαι lie together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκείμενον — σύγκειμαι lie together perf part mp masc acc sg σύγκειμαι lie together perf part mp neut nom/voc/acc sg σύγκειμαι lie together pres part mp masc acc sg σύγκειμαι lie together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνκειμένων — σύγκειμαι lie together perf part mp fem gen pl σύγκειμαι lie together perf part mp masc/neut gen pl σύγκειμαι lie together pres part mp fem gen pl σύγκειμαι lie together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνκείμενον — σύγκειμαι lie together perf part mp masc acc sg σύγκειμαι lie together perf part mp neut nom/voc/acc sg σύγκειμαι lie together pres part mp masc acc sg σύγκειμαι lie together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκεισθε — σύγκειμαι lie together pres imperat mp 2nd pl σύγκειμαι lie together pres ind mp 2nd pl σύγκειμαι lie together imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκειμέναις — σύγκειμαι lie together perf part mp fem dat pl σύγκειμαι lie together pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκειμένη — σύγκειμαι lie together perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) σύγκειμαι lie together pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκειμένην — σύγκειμαι lie together perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) σύγκειμαι lie together pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»