-
1 σέλας
[сэлас] ουσ. о. сияние, свет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σέλας
-
2 сияние
η λάμψη, η ακτινοβολία, το απαύγασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сияние
-
3 седельный
επ.της σέλας•-ая сумка η θήκη της σέλας.
-
4 лука
лукаж1. (реки) ἡ στροφή·2. (седла):задняя \лука τό πιστάρι σαμαριοῦ· передняя \лука τό μπροστάρι σαμαριοϋ, σέλας. -
5 полирник
поли́рн||икм ὁ ἐξερευνητής τοῦ Πόλου, -ый прил πολικός, ἀρκτικός:\полирникый круг ὁ πολικός κύκλος· Полярная звезда ὁ πολικός ἀστήρ· \полирникая ночь ἡ πολική νύκτα· \полирникое сияние τό βόρειον σέλας· -ая станция ὁ πολικός σταθμός. -
6 северный
север||ныйПрил. βόρειος, βορεινός:\северныйный ветер ὁ βόρειος ἄνεμος, ἡ τραμουντάνα, ὁ βοριάς· \северныйный полюс ὁ βόρειος πόλος· \северныйное сийние τό βόρειον σέλας. -
7 сияние
сия||ниес1. ἡ λάμψη [-ις], ἡ ἀκτινοβολία, τό ἀπαύγασμα·2. (ореол) ἡ αἰγλη, ὁ φωτοστέφανος· ◊ северное \сияние τό βόρειον σέλας. -
8 занести
-есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес-ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. φέρω, προσκομίζω•друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•
судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•
как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.
2. βάζω, μεταφέρω μέσα•занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.
3. εγγράφω•занести в список εγγράφω στον κατάλογο.
4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•
занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.
|| εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•занести песком σκεπάζω με άμμο.
|| απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.
-
9 ленчик
-а α.σκελετός της σέλας. -
10 седёлка
-и θ.σκελετός σάγματος, σέλας. -
11 седёлковый
επ.της σέλας. -
12 седёлочный
επ.της σέλας. -
13 седловатый
επ., βρ: -ват, -а, -о.1. βλ. седлистый.2. σαν σέλα, σχήματος σέλας. -
14 седловидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноσαν σέλα, σχήματος σέλας. -
15 сияние
-я ουδ.1. λάμψη, ακτινοβολία, απαύγασμα, λαμπηδόνα, το φέγγος•лунное сияние το φέγγος της σελήνης.
|| φωτοστέφανος. || μτφ. μεγαλείο, αίγλη•сияние славы η λάμψη της δόξας.
2. μτφ. έκφραση χαράς•сияние глаз η λάμψη των ματιών•
сияние лица η λάμψη του προσώπου.
εκφρ.северное (полярное) сияние – βόρειο σέλας. -
16 сполох
-
17 стремя
-
18 стремянный
κ. стременнойεπ.του αναβολέα (της σέλας).παλ. ουσ. ιπποκόμος.
См. также в других словарях:
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
σέλας — σέλᾱς , σέλας light neut gen sg (doric aeolic) σέλας light neut nom/voc/acc sg σέλᾱς , σελάω shine imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλας — το 1. ακτινοβόλο φως, φεγγοβολιά. 2. «Βόρειο σέλας», κοκκινωπό ή λευκοκίτρινο φως στον ουράνιο θόλο πάνω από το βόρειο πόλο, που είναι αποτέλεσμα του μαγνητισμού της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό … Dictionary of Greek
σελάς — και παλ. τ. σελλάς, ο, Ν [σέλ(λ)α] σελ(λ)οποιός … Dictionary of Greek
σελάς — ο σελοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελᾶς — σελᾶ̱ς , σελάω shine pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάεσσι — σέλας light neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάεσσιν — σέλας light neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάων — σέλας light neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελῶν — σέλας light neut gen pl (attic epic ionic) σελάω shine pres part act masc voc sg σελάω shine pres part act neut nom/voc/acc sg σελάω shine pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σελάω shine pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)