Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σώζομαι

  • 1 σώζω

    (αόρ. έσωσα, παθ. αόρ. σώθηκα и εσώθην) μετ.
    1) спасать; избавлять, освобождать; 2) сохранять;

    § σώζω την κατάσταση — спасать положение;

    ο σώζων εαυτόν σωθήτω а) спасайся, кто может;
    б) паника, переполох;

    σώζω τα προσχήματα — сохранять внешнее спокойствие;

    σώζομαι

    1) — спасаться; — избавляться, освобождаться;

    2) сохраниться, уцелеть, остаться невредимым;
    § σώθηκες! ирон. долго ждать придётся (, если на него понадеешься)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σώζω

См. также в других словарях:

  • σώζομαι — σώζομαι, σώθηκα, σωσμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σῴζομαι — σώζω pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώζομαι — σώζω pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • εκνέω — ἐκνέω (Α) 1. κολυμπώ προς την ξηρά 2. ξεφεύγω κολυμπώντας 3. διαφεύγω, σώζομαι …   Dictionary of Greek

  • καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • παρεξαρκώ — έω, Μ [εξαρκώ] 1. διαρκώ 2. σώζομαι, διατηρούμαι («ὅς τάφος παρεξήρκεσε μέχρι καὶ Θεοφίλου», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • σκαπουλάρω — Ν 1. δραπετεύω, διαφεύγω («τή σκαπούλαρε ο κλέφτης») 2. απαλλάσσομαι από κίνδυνο, γλυτώνω, σώζομαι («τή σκαπούλαρε και πάλι» τά κατάφερε πάλι να γλυτώσει) 3. (για άρρωστο) αποθεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scapolare «φεύγω από φόβο»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՊՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0279 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 12c ձ. σώζομαι, διασώζομαι, ἁνασώζομαι , ἑκφεύγω salvor, servor, vivo եւն. որ եւ ԱՊՐԵՄ. չ. (ʼի ձայնէս Ապուր, ապրանք, եւ այլն:) Զերծանիլ. ճողոպրիլ, ազատիլ. փրկիլ. կենդանի պահիլ՝ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶԵՐԾԱՆԻՄ — (ծայ, ծի՛ր.) NBH 1 0733 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 13c, 14c ձ. ἁνασώζομαι, διασώζομαι, σώζομαι salvor, servor ἁπαλλάττομαι abeo, discedo եւն. Զերծ լինել. ազատիլ. ճողոպրիլ. պրծանիլ. ապրիլ. փախստեամբ անկանիլ ʼի զերծ տեղի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»