Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
σχινδάλᾰμος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] … Dictionary of Greek
σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος … Dictionary of Greek
σχινδαλαμοφράστης — και σκινδαλαμοφράστης, ὁ, Α αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίνδάλαμος + φράστης (< φράζω)] … Dictionary of Greek