-
1 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
2 маховик
ο σφόνδυλος, ο στρόφαλος, разг. το βολάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маховик
-
3 маховик-регулятор
ο σφόνδυλος-ρυθ-μιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маховик-регулятор
-
4 маховичок
ο σφόνδυλος, το χειροκίνητο κομβίοустановочный - ρύθμισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маховичок
-
5 маховик
махов||и́км тех. ὁ σφόνδυλος. -
6 маховой
махов||ойприл:\маховойое колесо́ ὁ σφόνδυλος· \маховойые перья τά κλαπατάρια, τά ἐρετικά πτερά, -
7 маховик
[μαχοβίκ] ουσ. α. (τεχν.) σφόνδυλος -
8 маховик
[μαχοβίκ] ουσ α (τεχν) σφόνδυλος -
9 волан
-а α.σφόνδυλος μηχανής, βολάν. -
10 колесо
-а ουδ.1. τροχός, ρόδα•колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•
колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•
ведущее колесо κινητήριος τροχός•
зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•
рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•
гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•
гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•
колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.
2. επίρ. -ом σαν τροχός•кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.
εκφρ.колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•на -ах – σε διαρκές ταξίδι•пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο). -
11 маховик
-а α.δυναμοδέκτης, σφόνδυλος, βολάν..
См. также в других словарях:
σφόνδυλος — vertebra masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόνδυλος — Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική… … Dictionary of Greek
σφονδύλοις — σφόνδυλος vertebra masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλοισιν — σφόνδυλος vertebra masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλου — σφόνδυλος vertebra masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλους — σφόνδυλος vertebra masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλων — σφόνδυλος vertebra masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλῳ — σφόνδυλος vertebra masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόνδυλοι — σφόνδυλος vertebra masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόνδυλον — σφόνδυλος vertebra masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek