Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

σφυγμός

  • 1 pulsation

    noun σφυγμός,παλμός

    English-Greek dictionary > pulsation

  • 2 pulse

    1. noun
    (the regular beating of the heart, which can be checked by feeling the pumping action of the artery in the wrist: The doctor felt/took her pulse.) σφυγμός
    2. verb
    (to throb.) σφύζω,πάλλομαι
    - pulsation

    English-Greek dictionary > pulse

  • 3 throb

    [Ɵrob] 1. past tense, past participle - throbbed; verb
    1) ((of the heart) to beat: Her heart throbbed with excitement.) σφύζω, πάλλομαι, χτυπώ γρήγορα
    2) (to beat regularly like the heart: The engine was throbbing gently.) βομβώ
    3) (to beat regularly with pain; to be very painful: His head is throbbing (with pain).) πάω να σπάσω από τον πόνο
    2. noun
    (a regular beat: the throb of the engine / her heart / her sore finger.) σφυγμός, παλμός, χτύπος, βόμβος

    English-Greek dictionary > throb

См. также в других словарях:

  • σφυγμός — throbbing of inflamed parts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμός — ο, ΝΜΑ [σφύζω] ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.) νεοελλ. 1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμός — ο 1. ρυθμική κίνηση των τοιχωμάτων των αρτηριών που προκαλείται από τις συστολές της καρδιάς: Διαπιστώθηκε πως ο σφυγμός του ήταν φυσιολογικός. 2. αδύνατο σημείο, ευαίσθητη χορδή κάποιου: Του βρήκε το σφυγμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυγμός αρτηριακός — (Ιατρ.). Οι παλμοί των αρτηριακών τοιχωμάτων κάτω από την πίεση του συστολικού κύματος του αίματος. Οι παλμοί αυτοί γίνονται με την ψηλάφηση μιας αρτηρίας, κυρίως της κερκιδικής, που είναι αρκετά επιφανειακή στο ύψος του καρπού. Ο αρτηριακός… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμοῖν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῖς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῖσι — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῖσιν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοί — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῦ — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμούς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»