-
1 pep
σφρίγος -
2 dash
[dæʃ] 1. verb1) (to move with speed and violence: A man dashed into a shop.) ορμώ2) (to knock, throw etc violently, especially so as to break: He dashed the bottle to pieces against the wall.) εκσφενδονίζω3) (to bring down suddenly and violently or to make very depressed: Our hopes were dashed.) συντρίβω/αποθαρρύνω2. noun1) (a sudden rush or movement: The child made a dash for the door.) γρήγορη κίνηση2) (a small amount of something, especially liquid: whisky with a dash of soda.) μικρή ποσότητα3) ((in writing) a short line (-) to show a break in a sentence etc.) παύλα4) (energy and enthusiasm: All his activities showed the same dash and spirit.) ενεργητικότητα,σφρίγος•- dashing- dash off -
3 pep
-
4 punch
I noun(a kind of drink made of spirits or wine, water and sugar etc.) ποντςII 1. verb(to hit with the fist: He punched him on the nose.) δίνω μπουνιά2. noun1) (a blow with the fist: He gave him a punch.) γροθιά,μπουνιά2) (the quality of liveliness in speech, writing etc.) σφρίγος•- punch line
- punch-up III 1. noun(a tool or device for making holes in leather, paper etc.) διατριτικό μηχάνημα,τρυπητήρι2. verb(to make holes in with such a tool.) τρυπώ -
5 spirit
['spirit]1) (a principle or emotion which makes someone act: The spirit of kindness seems to be lacking in the world nowadays.) πνεύμα,αίσθηση2) (a person's mind, will, personality etc thought of as distinct from the body, or as remaining alive eg as a ghost when the body dies: Our great leader may be dead, but his spirit still lives on; ( also adjective) the spirit world; Evil spirits have taken possession of him.) πνεύμα3) (liveliness; courage: He acted with spirit.) σφρίγος,θάρρος•- spirited- spiritedly
- spirits
- spiritual
- spiritually
- spirit level
См. также в других словарях:
σφρίγος — το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. εος Α ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. σφριγῶ] … Dictionary of Greek
σφρίγος — το ους, ακμή σωματικών δυνάμεων: Είναι γεμάτος νεανικό σφρίγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφρίγει — σφρίγος full strength neut nom/voc/acc dual (attic epic) σφρίγεϊ , σφρίγος full strength neut dat sg (epic ionic) σφρίγος full strength neut dat sg σφριγάω to be full to bursting pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) σφριγάω to be full to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφριγῶν — σφρίγος full strength neut gen pl (attic epic doric) σφριγάω to be full to bursting pres part act masc voc sg σφριγάω to be full to bursting pres part act neut nom/voc/acc sg σφριγάω to be full to bursting pres part act masc nom sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σφριγηλός — ή, ό, Ν αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek