-
1 συχνος
3[συνέχω] (sing. и pl.)1) непрерывный, постоянный(πόνοι Her.; μελέτη Plat.)
πέντε συχνά Plut. — пять сразу2) широкий, обширный(διπλόη, εἶδος Plat.)
3) длительный, продолжительный, долгий(χρόνος Her.)
χρόνῳ συχνῷ ὕστερον Plat. — долго спустя4) длинный, пространный(λόγοι Plat.; πραγματεία Dem.)
5) обильный, богатый, большой(οὐσία Arph.; δεῖπνον Anth.)
6) многочисленный(ἔθνεα Her.)
ἡμέρας συχνάς Plat. — в течение многих дней подряд;οὔτ΄ αὐτὸς οὔτ΄ ἄλλοι συχνοί Arph. — ни я сам, ни многие другие;συχναὴ τῶν νήσων Her. — много островов7) многолюдный(τὸ πολίχνιον Plat.). - см. тж. συχνά, συχνόν и συχνῷ
-
2 συχνός
συχνός, ή, όν непрерывный, частый (применительно к времени, в этом знач. сип. πυκνός); долгий; многочисленный -
3 συχνός
-
4 συχνός
[сихнос] επ частый, повторяющийся. -
5 πυκνός
πυκνός, ή, όν частый, плотный, тесный (ср. συχνός)
См. также в других словарях:
συχνός — long masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek
συχνός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται πολλές φορές χωρίς να μεσολαβούν μεγάλα διαστήματα: Η συχνή εμφάνιση αυτών των φαινομένων τον ανησύχησε. – Οι συχνοί πόλεμοι τους εξάντλησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συχνά — συχνός long neut nom/voc/acc pl συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc/acc dual συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχνότερον — συχνός long adverbial comp συχνός long masc acc comp sg συχνός long neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχνοτέραις — συχνός long fem dat comp pl συχνοτέρᾱͅς , συχνός long fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχνοτέρων — συχνός long fem gen comp pl συχνός long masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχνοτέρως — συχνός long adverbial comp συχνός long masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχνόν — συχνός long masc acc sg συχνός long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχναῖς — συχνός long fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχναί — συχνός long fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)