-
1 συνεφέρνω
(αόρ. (ε)συνέφερα) 1. μετ. приводить в чувство;συνεφέρνω στη ζωή — возвращать к жизни;
2. αμετ. приходить в себя -
2 συνεφέρνω
[синэфэрно] р. (μτβ.) приводить в чувство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνεφέρνω
-
3 συνεφέρνω
[синэфэрно] ρ(μτβ) приводить в чувство.
См. также в других словарях:
συνεφέρνω — συνεφέρνω, συνέφερα βλ. πίν. 226 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεφέρνω — και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν 1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τόν επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του 2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς 3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην… … Dictionary of Greek
συνεφέρνω — συνέφερα, ξαναφέρνω στις αισθήσεις: Είδαν κι έπαθαν να τον συνεφέρουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανανήφω — (Α ἀνανήφω γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.) αρχ. κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τόν συνεφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήφω «είμαι νηφάλιος». ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
αναφέρω — (AM ἀναφέρω) κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ νεοελλ. (για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό αρχ. Ι. (μτβ.) 1. φέρνω επάνω, φέρνω 2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας 3. σηκώνω,… … Dictionary of Greek
ανεβάζω — ἀνεβάζω (MN) (AM ἀναβιβάζω) 1. τοποθετώ κάτι ψηλότερα, ανυψώνω 2. κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανέβει 3. (για χρηματική αξία) αυξάνω, ανατιμώ 4. (Γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή 5. (για θέατρο) παρουσιάζω έργο μσν. τοποθετώ στον … Dictionary of Greek
καλοσυνηφέρνω — ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι εντελώς, σωματικά ή ψυχικά, ξαναβρίσκω την ψυχική μου γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συνηφέρνω (άλλος τ. τού συνεφέρνω) «συνέρχομαι»] … Dictionary of Greek
συνηφέρνω — Ν (διαλ. τ.) βλ. συνεφέρνω … Dictionary of Greek