Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συνεπής

См. также в других словарях:

  • συνεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. σύμφωνος με κάτι: Ο τρόπος ζωής του δεν είναι συνεπής προς την ιδεολογία του. 2. αυτός που τηρεί το λόγο του: Εκτιμά τους συνεπείς ανθρώπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεπής — ές, Ν 1. ο σύμφωνος με ένα δεδομένο που προϋπάρχει, ο λογικώς επόμενος («τα έργα του δεν είναι συνεπή προς τα λόγια του») 2. (για πρόσ.) αυτός που τηρεί τις υποσχέσεις του, αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο πιστός στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον… …   Dictionary of Greek

  • ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Greek legislative election, 1993 — ).] Legislative elections were held in the Hellenic Republic on October 10, 1993. At stake were 300 seats in the Greek parliament, the Voule.The Panhellenic Socialist Movement (PASOK) of Andreas Papandreou, was elected, defeating the conservative …   Wikipedia

  • ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… …   Dictionary of Greek

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • αξιόχρεως — (Α ἀξιόχρεως, ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, ον) όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος αρχ. 1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.) 2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός...… …   Dictionary of Greek

  • ασυνεπής — ές 1. (για πρόσωπα) αυτός που ενεργεί αντίθετα προς τις γνώμες, τις αρχές ή τις υποσχέσεις του, αυτός που άλλα λέει και άλλα κάνει 2. αυτός που λέγεται ή γίνεται χωρίς λογικό ειρμό, ο ανακόλουθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συνεπής. Το ουδ. ασύνεπες …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • εμπεδόμυθος — ἐμπεδόμυθος, ον (Α) 1. αυτός που παραμένει σταθερός στον λόγο του 2. αληθινός, συνεπής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»