-
1 Last
subs.Shoemaker's last: P. καλάπους, ὁ.——————adj.Of degree: P. and V. ἔσχατος, τελευταῖος.At last: P. and V. τέλος, V. εἰς τέλος, Ar. and P. τὸ τελευταῖον, or use P. and V. τελευτῶν, agreeing with subject.A blow would have been dealt at last: V. κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα (Soph., Ant. 260).After a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.Breathe one's last: P. ἀποψύχειν (Thuc.). V. ἐκπνεῖν, ἐκπνεῖν βίον, ἐκπνεῖν ψυχήν, ἀποψυχεῖν βίον; see also Die.To the last: P. εἰς τοὔσχατον (Thuc. 3, 46).Last night: V. ἡδὲ νύξ, ἡ νῦν νύξ, P. ἡ παρελθοῦσα νύξ.Last year: Ar. and P. πέρυσι(ν).The year before last: P. προπέρυσι.Last winter: P. τοῦ προτέρου χειμῶνος.For about the last four hundred years the Lacedaemonians have enjoyed the same constitution: P. ἔτη ἐστι μάλιστα τετρακόσια... ἀφʼ οὗ οἱ Λακεδαιμόνοι τῇ αὑτῇ πολιτείᾳ χρῶνται (Thuc. 1, 18).In the last few days: P. ἐν ταῖσδε ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις (Plat., Crito, 49A).For the last ten years I have wasted in misery: V. ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδʼ ἤδη δέκατον (Soph., Phil. 311).Last offices to the dead: P. τὰ νομιζόμενα, V. κτερίσματα, τὰ, τὰ πρόσφορα.Pay last offices to, v.: V. ἀγαπᾶν (acc.) (Eur. Supp. 764; Hel. 937), ἀγαπάζειν (Eur., Phoen. 1327), P. νομιζόμενα ποιεῖν (dat.).——————v. intrans.Hold good: P. and V. ἐμμένειν.Be prolonged: P. and V. χρονίζεσθαι, V. χρονίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Last
См. также в других словарях:
θεοσύνετος — θεοσύνετος, ον (Μ) αυτός που συνετίζεται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν ετος (< συν ίημι), πρβλ. α σύν ετος, κακο σύν ετος] … Dictionary of Greek
ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… … Dictionary of Greek
ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από … Dictionary of Greek