Перевод: с немецкого на все языки
συλ-λαμβάνω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
ευσύλληπτος — εὐσύλληπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός 2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ ληπτος (< συλ… … Dictionary of Greek