-
1 pomlouvačný
συκοφαντικός -
2 defamatory
συκοφαντικός -
3 slanderous
συκοφαντικός -
4 potwarczy
συκοφαντικός -
5 инсинуация
инсину||а́цияж ἡ συκοφαντία, ὁ συκοφαντικός ὑπαινιγμός. -
6 клеветнический
клевет||ни́ческийприл συκοφαντικός. -
7 libellous
adjective συκοφαντικός -
8 клеветнический
επ• συκοφαντικός, δυσφη-μηστικός. -
9 наносный
επ.1. προσχωματικός.2. μτφ. εξωτερικός ξένος επίκτητος.3. παλ. ψεύτικος, διαβλητικός, συκοφαντικός. -
10 облыжный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно παλ. ψεύτικος, συκοφαντικός, άδικος. -
11 Abusive
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abusive
-
12 Calumnious
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Calumnious
-
13 Defamatory
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Defamatory
-
14 Malicious
adj.Envious: P. and V. φθονερός, ἐπίφθονος.Mischievous: P. and V. κακοῦργος.Bitter: P. and V. πικρός.Of an accusation: P. συκοφαντικός.Malicious accusation: Ar. and P. συκοφαντία, ἡ, P. συκοφάντημα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Malicious
-
15 Scandalous
adj.Disgraceful: P. and V. αἰσχρός, ἐπονείδιστος, ἀνάξιος.Base: P. and V. κακός, πονηρός.Calumnious: Ar. and P. διάβολος, βάσκανος, P. βλάσφημος, συκοφαντικός, V. λοίδορος (Eur., Cycl.). Scandalously, adv.: P. and V. αἰσχρῶς, ἀναξίως, P. ἐπονειδίστως.Basely: P. and V. κακῶς, πονηρῶς.Calumniously: P. διαβόλως, συκοφαντικῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scandalous
-
16 Slanderous
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slanderous
-
17 Sneaking
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sneaking
-
18 calomnieux
1) συκοφαντικός2) δυσφημιστικός -
19 oszczerczy
1) δυσφημιστικός2) συκοφαντικός
См. также в других словарях:
συκοφαντικός — ή, ό / συκοφαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [συκοφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «συκοφαντική… … Dictionary of Greek
συκοφαντικός — σῡκοφαντικός , συκοφαντικός typical of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συκοφαντία ή το συκοφάντη: Πρόκειται για συκοφαντικές διαδόσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συκοφαντικά — σῡκοφαντικά , συκοφαντικός typical of a neut nom/voc/acc pl σῡκοφαντικά̱ , συκοφαντικός typical of a fem nom/voc/acc dual σῡκοφαντικά̱ , συκοφαντικός typical of a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασιανικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασιανό 2. (στους κωμ.) συκοφαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασιανός. Η σημ. «συκοφαντικός» με λογοπαίγνιο προς τη λ. φάσις «καταγγελία» (< φαίνω)] … Dictionary of Greek
συκοφαντικῶν — σῡκοφαντικῶν , συκοφαντικός typical of a fem gen pl σῡκοφαντικῶν , συκοφαντικός typical of a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντικόν — σῡκοφαντικόν , συκοφαντικός typical of a masc acc sg σῡκοφαντικόν , συκοφαντικός typical of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
διαβλητικός — ή, ό (AM διαβλητικός, ή, όν) 1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός 2. αυτός μέσω τού οποίου γίνεται η διαβολή … Dictionary of Greek
συκοφαντώδης — ῶδες, Α [συκοφάντης] συκοφαντικός … Dictionary of Greek
συκώδης — ες / συκώδης, ῶδες, ΝΑ [σῡκον] όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα τού σύκου, συκοειδής αρχ. 1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.) 2. συκοφαντικός … Dictionary of Greek