-
1 συγκατακεράννυμι
A commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob.1.49.27 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκατακεράννυμι
См. также в других словарях:
συγκατακεράννυμι — Α αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek