-
1 sorry
συγγνώμη -
2 pardon
συγγνώμη, παρντόν -
3 извинить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извиненный, βρ: -нён, -нена, -нено.1. συγχωρώ•-йте! συγγνώμη!•
прошу извинить меня за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση•
-те что я пришл не во время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλ.η ώρα.
εκφρ.извини(те); нет, извините; нет уж (это) извините извинить – (για διαφωνία, διαμαρτυρία) με συγχωρείτε; όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας•извините за выражение – με συγχωρείτε για την έκφραση.1. ζητώ συγγνώμη.2. παλ. δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος). -
4 пардон
παλ.1. επιφ. συγγνώμη, παρντόν.2. ουσ. пардон-у συγγνώμη, συγχώρηση• προ•пардон сить -у ζητώ συγγνώμη.
-
5 извинение
извинениес ἡ συγγνώμη:просить -\извинениеения ζητώ συγγνώμη. -
6 sorry
['sori] 1. adjective1) (used when apologizing or expressing regret: I'm sorry (that) I forgot to return your book; Did I give you a fright? I'm sorry.) Συγγνώμη2) (apologetic or full of regret: I think he's really sorry for his bad behaviour; I'm sure you were sorry to hear about his death.) μετανιωμένος/λυπημένος3) (unsatisfactory; poor; wretched: a sorry state of affairs.) αξιοθρήνητος2. interjection1) (used when apologizing: Did I tread on your toe? Sorry!) συγγνώμη!2) ((used when asking a person to repeat what he has said) I beg your pardon?: Sorry (, what did you say)?) πώς είπατε;• -
7 извинение
-я ουδ.1. συγγνώμη, συγχώρεση•прошу -я за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση.
2. δικαιολογία•болезнь служит ему -ем αυτός προβάλλει την αρρώστεια σαν δικαιολογία.
-
8 прощение
-я ουδ.συγχώρηση, συγγνώμη. || απαλλαγή από χρέος• άφεση.εκφρ.прошу -я – ζητώ συγγνώμη•прощение грехов – άφεση (συγχώρηση) αμαρτιών. -
9 извинениеить
извинение||и́тьсов см. извинять· \извинениеитьи́те меня, пожалуйста! σᾶς ζητώ συγγνώμη!, μέ συγχωρείτε!, <η-Τ)'νώμηΙ, νά μέ συμπαθάτε!· и у уж \извинениеить-ите1 й. ὄχι νά μέ συμπαθάτε. -
10 извинениеяться
извинение||яться(перед кем-л.) ζητώ συγγνώμη. -
11 перед
перед Iпредлог с твор. п.1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:\перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:\перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.перед IIм τό μπροστινό μέρος:\перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ. -
12 просить
проситьнесов1. ζητώ, αίτιο, παρακαλώ/ ἐκλιπαρώ (настойчиво):\просить разрешения ζήτω ἀδεια· \просить извинения (совета) ζήτω συγγνώμη (συμβουλή)· \просить милостыню ζήτω ἐλεημοσύνη· \просить за товарища παρακαλώ γιά χάρη τοῦ συντρόφου μου·2. (приглашать) (προσ)καλῶ:прошу вас, садитесь καθήστε σας παρακαλώ· \просить гостей к столу́ (προσ)καλώ τους ἐπισκέπτες νά καθίσουν στό-τραπέζι. -
13 прощение
прощени||ес ἡ συγχώρηση [-ις], ἡ συγγνώμη, ἡ ᾶφεση [-ις]:прошу́ \прощениея μέ συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμην. -
14 beg someone's pardon
(to say one is sorry (usually for having offended someone else etc): I've come to beg (your) pardon for being so rude this morning.) ζητώ συγγνώμη -
15 извинение
[ιζβτνιένιιε] ουσ. ο. συγγνώμη -
16 извинение
[ιζβτνιένιιε] ουσ ο συγγνώμη -
17 винить
-
18 извинительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. συγχωρητέος, συγχωρήσιμος, συγχωρητός αφέσιμος•-ая ощибка συγχωρητέο λάθος.
2. συγχωρητήριος, συγχωρητικός•-ое письмо συγχωρητήριο γράμμα (που ζητά κάποιος συγγνώμη).
-
19 осудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осужденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.1. καταδικάζω•осудить преступника καταδικάζω τον εγκληματία•
заочно осудить καταδικάζω ερήμην.
2. κατακρίνω, αποδοκιμάζω•все осудили его по-ведние όλοι κατέκριναν τη συμπεριφορά του.
3. προκαθορίζω•рок их -ил на разлуку η μοίρα τους καταδίκασε σε χωρισμό.
εκφρ.не -и – παλ. συγχώρησε με, συγγνώμη σου ζητώ. -
20 перед
κ. передо πρόθ. με οργν.1. μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ•он стойл передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου•
перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του•
не отступать перед трудностями δεν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες•
извиниться перед учителем ζητώ συγγνώμη από το δάσκαλο•
он ничто перед ним αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ αυτόν.
2. πριν, προ, προτού•это было перед моим поступлением в школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο•
перед замужеством πριν την παντρεί,ά•
перед едой принимала лекарство αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο.
|| νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα•он приехал перед нами αυτός ήρθε νωρίτερα από μας.
3. προς, για•долг перед родиной το καθήκο προς την πατρίδα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγνώμη — fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώμῃ — συγγνώμη fellow feeling fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek
ξυγγνώμη — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνῶμαι — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώμαις — συγγνώμη fellow feeling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)