Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

συγγνώμης

  • 1 apology

    plural - apologies; noun Please accept my apology for not arriving on time; He made his apologies for not attending the meeting.) αίτηση συγγνώμης

    English-Greek dictionary > apology

  • 2 Mitigating

    adj.
    Alleviating: V. παυστήριος, παυσλυπος.
    Admit of mitigating circumstances: P. ἔχειν τι συγγνώμης.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mitigating

  • 3 Pardon

    v. trans.
    P. and V. συγγιγνώσκειν (dat. of pers., acc., gen., or dat. of thing), συγγνώμην ἔχειν (dat. of pers., gen. of thing), συγγνώμων εἶναι (dat. of pers., gen. of thing), V. σύγγνοιαν ἴσχειν (absol.).
    Overlook: P. ὑπερορᾶν.
    Be remiss in punishing ( a person): V. χαλᾶν (dat.).
    Be pardoned: P. and V. συγγνώμης τυγχνειν.
    ——————
    subs.
    P. and V. συγγνώμη, ἡ. V. σύγγνοια, ἡ.
    A free pardon: P. ἄδεια, ἡ; see also Mercy, Amnesty.
    Beg pardon, v.: P. and V. παρεσθαι (absol.), P. παραιτεῖσθαι (absol.).
    I ask your pardon for this: V. σὲ δὲ παραιτοῦμαι τόδε (Eur., I.A. 685).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pardon

См. также в других словарях:

  • συγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъпоущениѥ — ОТЪПОУЩЕНИ|Ѥ (97), ˫А с. 1.Разрешение уйти: Мирноѥ посланиѥ ѥсть рекъше грамота еп(с)пьлѧ. да ѥгда ѹбо хотѧть требѹюще нищии ѿити некде и просити мл(с)тнѧ. въземлѧтъ ѿпѹщениѥ ѿ еп(с)па. КР 1284, 94б; осѧзаи мѧ ˫ако азъ самы ѥсмь ѥгоже преже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • ασύγγνωστος — η, ο (AM ἀσύγγνωστος, ον) [συγγνωστός] νεοελλ. φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος 2. ο ασυγγνώμων …   Dictionary of Greek

  • δυσώπηση — η (Μ δυσώπησις) επίμονη παράκληση, ικεσία νεοελλ. η επίτευξη συγγνώμης από εξοργισμένο άτομο …   Dictionary of Greek

  • επιδιόρθωση — η (Α ἐπιδιόρθωσις) επισκευή φθαρμένου πράγματος αρχ. διόρθωση προηγούμενης έκφρασης, αίτηση συγγνώμης για δυσάρεστη έκφραση …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • παραίτηση — η / παραίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραιτούμαι] εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος νεοελλ. 1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του 2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση τού… …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • συγγνωμονικός — ή, όν, Α [συγγνώμων, ονος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που τού αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.) 2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση 3. (για πράγμ.) άξιος …   Dictionary of Greek

  • συγγνωστός — ή, ό / συγγνωστός, όν, ΝΑ, θηλ. και ή Α [συγγιγνώσκω] άξιος συγγνώμης, αυτός που πρέπει ή μπορεί να συγχωρηθεί νεοελλ. συνεκδ. αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος αρχ. φρ. «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» είναι άξιο συγχώρησης το να.... επίρρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»