Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

συγγενής

  • 1 parent

    συγγενής

    Dictionnaire Français-Grec > parent

  • 2 příbuzná

    συγγενής

    Česká-řecký slovník > příbuzná

  • 3 relative

    συγγενής

    English-Greek new dictionary > relative

  • 4 krewniak

    συγγενής

    Słownik polsko-grecki > krewniak

  • 5 pokrewny

    συγγενής

    Słownik polsko-grecki > pokrewny

  • 6 akraba

    συγγενης, οικείος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > akraba

  • 7 родственник

    -а, -ца, -ы θ.
    ο συγγενής, -ισσα•

    родственник по матери συγγενής από τη μητέρα•

    близкий родственник κοντινός (στενός) συγγενής•

    дальний родственник μακρινός συγγενής•

    он мне родственник αυτός είναι συγγενής μου.

    Большой русско-греческий словарь > родственник

  • 8 родственник

    родственник
    м ὁ συγγενής:
    \родственник со стороны отиа ὁ συγγενής ἀπό πατέρα· \родственник со стороны ма́тери ὁ συγγενής ἐκ μητρός. близкий \родственник ὁ στενός συγγενής.

    Русско-новогреческий словарь > родственник

  • 9 дальний

    дальний μακρινός, μακρύς·\дальний путь о μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι ◇ \дальний родственник ο μακρινός συγγενής
    * * *
    μακρινός, μακρύς

    да́льний путь — ο μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι

    ••

    да́льний ро́дственник — ο μακρινός συγγενής

    Русско-греческий словарь > дальний

  • 10 родственник

    родственник м о συγγενής
    * * *
    м
    ο συγγενής

    Русско-греческий словарь > родственник

  • 11 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

  • 12 родной

    родн||ой
    1. прил συγγενής:
    \родной отец ὁ πατέρας· \родной брат ὁ ἀδελφός· \родной дядя ὁ θείος·
    2. прил (свой, близкий, отечественный):
    \родной город ἡ γενέτειρα (πόλη)· \родной край, \роднойа́я сторона́ ἡ πατρίδα· \родной я\роднойык ἡ μητρική γλώσσα· \родной дом τό πατρικό σπίτι·
    3. прил (дорогой, милый \родной в обращении) ἀγαπημένος, χρυσός·
    4. \роднойые мн. (родственники) οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι, οἱ δικοί μου:
    \роднойые и друзья οἱ συγγενείς καί φίλοι· это один из моих \роднойых εἶναι Ενας ἀπό τους δικούς μου, εἶναι ἔνας συγγενής μου· гостить у \роднойых μένω φιλοξενούμενος στους συγγενείς μου.

    Русско-новогреческий словарь > родной

  • 13 Akin

    adj.
    P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, προσήκων, ναγκαῖος, V. σύγγονος, ἐγγενής, ὁμογενής (also Plat. but rare P.), ὁμόσπορος, σναιμος, ὁμαίμων, ὅμαιμος; see Kindred.
    met. of things: P. and V. συγγενής, ἀδελφός, προσήκων, P. σύννομος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Akin

  • 14 Cognate

    adj.
    Related by blood: P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ναγκαῖος, προσήκων; see Kindred.
    met., of things: P. and V. συγγενής, δελφός, προσήκων, P. σύννομος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cognate

  • 15 Kindred

    adj.
    P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ναγκαῖος, προσήκων, V. σύγγονος. ἐγγενής, γενέθλιος, ὁμογενής (also Plat. but rare P.), ὁμόσπορος, σναιμος, ὅμαιμος, ὁμαίμων.
    Of nations: P. and V. ὁμόφυλος.
    Murder of kindred: P. ἐμφύλιον αἷμα (Plat.). V. ἔμφυλον αἷμα, αἷμα κοινόν, αἷμα γενέθλιον, αὐθέντης φόνος.
    Murdering kindred, adj.: V. αὐτόχειρ.
    met., of things: P. and V. συγγενής, δελφός, προσήκων, P. σύννομος.
    ——————
    subs.
    Use adj.
    'Tis a Greek custom ever to honour one's kindred: V. Ἑλληνικόν τοι τὸν ὁμόθεν τιμᾶν ἀεί (Eur., Or. 486).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Kindred

  • 16 порок

    1. (предосудительный недостаток кого-, чего-л.) το ελάττωμα, το μειονέκτημα 2. (физический недостаток, уродство) το ελάττωμα, το κουσούρι (ξεν.) 3. (сердца) мед. η συγγενής ανωμαλία της καρδιάς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порок

  • 17 сердце

    анат. η καρδι/ά. порок - а
    η συγγενής ανωμαλία της - άς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сердце

  • 18 врожденный

    врожденн||ый
    прил ἔμφυτος, γεννημένος, ἐκ γενετής:
    \врожденный талант τό ἐμφυτο τάλαντο· \врожденныйое заболевание συγγενής νόσος.

    Русско-новогреческий словарь > врожденный

  • 19 дальний

    дальн||ий
    прил
    1. (отдаленный, далекий) μακρινός, μακρυνός, ἀπομακρυσμένος, (ἀπο)μεμακρυσμένος:
    \дальнийие районы οἱ ἀπομακρυσμένες περιοχές· \дальнийие страны οἱ μακρυνοί τόποι· \дальнийее расстояние ἡ μεγάλη ἀπόσταση· \дальнийее плавание ὁ μακρυνός πλους· поезд \дальнийего следования ἡ ἀμαξοστοιχία μακρινών διαδρομών· авиация \дальнийего действия ἡ ἀεροπορία μεγάλης ἀκτίνος δράσεως·
    2. (о родстве) μακρυνός:
    \дальний родственник ὁ μακρυνός συγγενής· ◊ без \дальнийих слов χωρίς περιττά λόγια, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > дальний

  • 20 кисель

    кисел||ь
    м τό κισέλι, τό ζελέ μέ ἄμυ-λο:
    молочный \кисель γαλακτερό κισέλι· ◊ седьмая вода на \киселье погов. πολύ μα-κρυνός συγγενής· за семь верст \киселья хлебать разг δέν ἀξίζει τόν κόπο.

    Русско-новогреческий словарь > кисель

См. также в других словарях:

  • συγγενής — congenital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • συγγενῆς — συγγενεύς masc nom pl συγγενεύς masc nom/voc pl συγγενής congenital masc/fem acc pl (attic epic doric) συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγενέστερον — συγγενής congenital adverbial comp συγγενής congenital masc acc comp sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ξυγγενής — συγγενής , συγγενής congenital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστάτων — συγγενής congenital fem gen superl pl συγγενής congenital masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστέρων — συγγενής congenital fem gen comp pl συγγενής congenital masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενᾶ — συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) συγγενής congenital masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενές — συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»