-
1 σταμνος
ὁ сосуд, кувшин Arph., Dem., NT. -
2 στάμνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στάμνος
-
3 στάμνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στάμνος
-
4 στάμνος
сосуд (глиняный).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στάμνος
-
5 στάμνος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στάμνος
-
6 4713
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4713
См. также в других словарях:
στάμνος — earthen jar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… … Dictionary of Greek
στάμνε — στάμνος earthen jar masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοι — στάμνος earthen jar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοις — στάμνος earthen jar masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοισι — στάμνος earthen jar masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνον — στάμνος earthen jar masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνου — στάμνος earthen jar masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνους — στάμνος earthen jar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνων — στάμνος earthen jar masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνῳ — στάμνος earthen jar masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)