-
1 anafor
στρόβιλος, δίνη -
2 hortum
στρόβιλος, στροφαδίνη -
3 турбина
-
4 вихрь
-я α.1. στρόβιλος, ανεμοστρόβιλος, περιδίνηση αέρα• δίνη.2. μτφ. ρους, ρεύμα•в -е событий στη δίνη των γεγονότων.
3. επίρ. -ем σαν στρόβιλος, σαν δίνη. -
5 реактивный
αντιδραστικός, αεριωθούμενος, πυραυλικός*-ая катушка το επαγωγικό πηνίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реактивный
-
6 стробил
бот. о στρόβιλος (ο καρπός, το κουκουνάρι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стробил
-
7 турбина
ο στρόβιλοςразг. η τουρμπίνα (ξεν.)- δράσηςводяная - см. гидравлическая -радиально-осевая - ο υδα-τοστρόβιλος τύπου Φράνσις (Fransis), ουδατοστρόβιλος με ακτινική και αξονικήροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > турбина
-
8 турбина
турбин||аж ἡ τουρμπίνα, ὁ στρόβιλος·, водяная \турбина ἡ ὑδραυλική τουρμπίνα· паровая \турбина ἡ ἀτμοτουρμπίνα. -
9 turbine
(a type of motor, operated by the action of water, steam, gas etc: a steam turbine.) στρόβιλος, τουρμπίνα -
10 вертун
-а α., -ья, -и, γεν. πλθ. -ий, δοτ. -ньям θ.1. αεικίνητος, ανήσυχος, άστατος.2. στρόβιλος.3. είδος περιστεριού.4. ασθένεια του πεύκου. -
11 волчок
-чка α.1. σβούρα, στρόβιλος•вер тбться -ом φέονω γύρω σαν τη σβούρα.
2. μάτι, οπή (στην πόρτα της φυλακής για την παρακολούθηση των φυλακισμένων).3. (δεντοοκ.) βλαστάρι, φιντάνι. -
12 вьюн
-а α.1. νημάχειλος, μπριάνα, στροσίδι (ψάρι).2. μτφ. ευκίνητος, σβέλτος άνθρωπος.3. (απλ.) στρόβιλος• δίνη.4. βλ. вьюнок.εκφρ.виться ή вертеться -ом – α) είμαι αεικίνητος, β) στριφογυρίζω γύρω από..., κολακεύω, περιποιούμαι δουλοπρεπώς. -
13 коловорот
-а α.1. τρύπανο, ματικάπι.2. (διαλκ.) δίνη, ρούφουλας, στρόβιλος. -
14 круговорот
-а α.1. κύκλος, περιοδική επανάληψη.2. δίνη, στρόβιλος• ρους, ρεύμα•круговорот событий η δίνη των γεγονότων•
круговорот жизни το κύλισμα της ζωής.
-
15 метелица
-ы θ.1. βλ. метель.2. στρόβιλος (είδος χορού). -
16 смерч
-а α.στρόβιλος, δίνη•снежный χιονοστρόβιλος•
пыльный смерч ανεμοστρόβιλος.
|| στήλη•смерч воды στήλη νερού (υψώθηκε)•
пес-чанный смерч στήλη άμμου (υψώθηκε).
-
17 турбина
-ы θ.στρόβιλος, τουρμπίνα•гидравлическая турбина υδροστρόβιλος•
паровая турбина ατμοστρόβιλος•
газовая турбина αεριοστρόβιλος.
-
18 Top
subs.Crest: P. and V. κορυφή, ἡ, ἄκρον, τό. V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωνυχία, ἡ (Xen.).The top of, use adj., P. and V. ἄκρος, agreeing with subs.The top of the mound: V. ἄκρα κολώνη (Soph., El. 894).On the top of the doclivity: P. ἐπʼ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς (Thuc., 6, 97).The surface: P. τὸ ἐπιπολῆς.On the top of: Ar. and P. ἐπιπολῆς (gen.).met., in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).On the top, above: P. and V. ἄνω.To the top, upwards: P. and V. ἄνω.From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας; utterly.met., the highest point: P. and V. ἀκμή, ἡ, ἄκρον, τό.Child's toy: P. στρόβιλος, ὁ, Ar. βέμβιξ, ἡ.——————v. trans.P. and V. ὑπερέχειν (gen.); use excel, exceed.——————adj.P. and V. ἄκρος.Foremost: P. and V. πρῶτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Top
См. также в других словарях:
στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
στροβιλός — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
στροβιλός — στροβῑλός , στροβιλός whirling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβιλος — στρόβῑλος , στρόβιλος round ball masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβιλος — ο 1. άξονας κυλινδρικός που στρέφεται με την επενέργεια ατμού, νερού ή κάποιας άλλης δύναμης. 2. σβούρα. 3. κουκουνάρι. 4. περιστροφή, δίνη ανέμου ή νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεριοστρόβιλος — Στρόβιλος που εκμεταλλεύεται την εκτόνωση αερίων παραγομένων από τις εκρήξεις μείγματος αέρα και καυσίμων σε ειδικούς θαλάμους. * * * ο (Μηχανολ.) θερμική μηχανή που μετατρέπει την ενέργεια τού καυσίμου σε μηχανικό έργο χρησιμοποιώντας ως… … Dictionary of Greek
τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
υδατοστρόβιλος — ο, Ν 1. στρόβιλος, δίνη νερού 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με τη δύναμη νερού, υδροστρόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + στρόβιλος] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
στροβιλώ — (I) έω, Α [στρόβιλος] πιθ. στροβιλίζω, περιστρέφω. (II) όω, Α [στρόβιλος] κινώ κυκλικά και με ταχύτητα, περιστρέφω («στροβιλῶ τὴν γλῶσσαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek