-
1 кривой
λοξός, στραβός, στρεβλός, καμπύλος, λυγισμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривой
-
2 перекошенность
η στρεβλότητα, το στρέβλωμα, το σκέβρωμα-ый στρεβλός, στραβόςδιαστρεβλωμένος, σκεβρόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перекошенность
-
3 корявый
коряв||ыйприл1. (искривленный) στραβός, στρεβλός·2. (загрубевший, шероховатый) ροζιασμένος:\корявыйые руки τά ροζιασμένα χέρια·3. (о лице) βλογιοκομμένος'4. (топорный, неумелый) ἀδέξιος, κακότεχνος:\корявый стиль τό κακότεχνο ὕφος· \корявый почерк ἀδέξιος γραφικός χαρακτήρας. -
4 корявый
επ., βρ: -ряв, -а, -о.1. στραβός, στρεβλός•корявый огурец στραβό αγγουράκι.
2. ροζιασμένος, -άρικος•-ые рки ροζιασμένα χέρια.
3. βλογιοκομμένος, βλογιάρης, -ικος. || ουσ. βλογιάρης.4. αδέξιος, κακότεχνος. || άσχημος γραφικός χαρακτήρας, στραβά γράμματα. -
5 кривобокий
επ., βρ: -бок, -а, -оστραβόπλευρος, στρεβλός, σκόλιος. -
6 кривой
επ., βρ: крив, крива, криво.1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•-я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.
|| λοξός, πλάγιος•-я линия λοξή γραμμή.
2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.3. βλ. кривоглазый.4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.εκφρ.- ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•- я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
7 кривуля
-и θ. (απλ.) στραβός, στρεβλός, σκόλιος, σκεβρός. -
8 перекошенный
επ. από μτχ.στρεβλός, στραβός• σκεβρωμένος• λοξός. || συνεσπασμένος.
См. также в других словарях:
στρεβλός — twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… … Dictionary of Greek
στρεβλός — ή, ό επίρρ. ά 1. στραβός, όχι ίσιος: Στρεβλό τετράπλευρο. 2. όχι σωστός, εσφαλμένος: Στρεβλές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρεβλά — στρεβλός twisted neut nom/voc/acc pl στρεβλά̱ , στρεβλός twisted fem nom/voc/acc dual στρεβλά̱ , στρεβλός twisted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλόν — στρεβλός twisted masc acc sg στρεβλός twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοῖς — στρεβλός twisted masc/neut dat pl στρεβλόω twist pres opt act 2nd sg στρεβλόω twist pres subj act 2nd sg στρεβλόω twist pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοῖσι — στρεβλός twisted masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) στρεβλόω twist pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) στρεβλόω twist pres subj act 3rd sg (epic) στρεβλόω twist pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοί — στρεβλός twisted masc nom/voc pl στρεβλόω twist pres subj mp 2nd sg στρεβλόω twist pres ind mp 2nd sg στρεβλόω twist pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοῦ — στρεβλός twisted masc/neut gen sg στρεβλόω twist pres imperat mp 2nd sg στρεβλόω twist imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλούς — στρεβλός twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλῆς — στρεβλός twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)