-
1 στρατιωτης
ὁ ὅμιλος καὴ σ. собир. Thuc. — толпа и армия
-
2 στρατιώτης
ο1) солдат, рядовой, боец; воин (высок.);πηγαίνω στρατιώτης — быть призванным в армию;
2) перен. борец, боец; защитник; поборник (книжн.);στρατιώτης του καθήκοντος — человек долга;
στρατιώτης των ιδεών — борец за идеи
-
3 στρατιώτης
{сущ., 26}воин, солдат.Ссылки: Мф. 8:9; 27:27; 28:12; Мк. 15:16; Лк. 7:8; 23:36; Ин. 19:2, 23, 24, 32, 34; Деян. 10:7; 12:4, 6, 18; 21:32, 35; 23:23, 31; 27:31, 32, 42; 28:16; 2Тим. 2:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατιώτης
-
4 στρατιώτης
{сущ., 26}воин, солдат.Ссылки: Мф. 8:9; 27:27; 28:12; Мк. 15:16; Лк. 7:8; 23:36; Ин. 19:2, 23, 24, 32, 34; Деян. 10:7; 12:4, 6, 18; 21:32, 35; 23:23, 31; 27:31, 32, 42; 28:16; 2Тим. 2:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατιώτης
-
5 στρατιώτης
воин, солдат.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρατιώτης
-
6 στρατιώτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρατιώτης
-
7 στρατιώτης
-
8 στρατιώτης
[сгратьетис] ουσ α солдат, воин. -
9 δυσχρηστος
21) негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный(στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ΄ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.)
2) непокорный, норовистый(ἵππος Plut.)
-
10 ευθωρηξ
-
11 ημιστρατιωτης
-
12 καταλεγω
I(fut. καταλέξω, aor. κατέλεξα, pf. κατείλοχα; pass.: aor. 1 κατελεχθην, aor. 2 κατελέγην) тж. med.1) выбирать, избиратьκ. τῶν ἀστῶν Her. — выбирать из среды граждан;
κ. τῶν χρησμῶν Her. — выбирать из числа прорицаний2) перебирать по порядку, излагать, рассказывать(πᾶσαν ἀληθείην Hom.; τῶν Σκυθέων τέν ἀπορίαν Her.)
ἀτρεκέως κατάλεξον Hom. — правдиво расскажи (мне);τούτων τῶν καταλεχθέντων γίνεται ὅ Ἴστρος Her. — из (слияния) этих перечисленных (рек) рождается Истр3) называть, перечислять(βασιλέων οὐνόματα Her.)
4) произносить вслух, читать, декламировать(τετράμετρα Xen.)
5) вносить (в списки), записывать(εἰς κατάλογον Lys.)
κ. τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποφορεῖν Xen. — внести самых богатых (граждан) в списки поставщиков лошадей6) причислять, зачислять, включать(τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς Diod.; τινὰ τῶν τριηραρχῶν Isae.)
7) производить набор, набирать(ὁπλίτας Thuc.; στρατιώτας Arph.; στρατιάν Plat.)
στρατεύεσθαι καταλέγεσθαι Plat. — быть призванным в войска;κατελέγην στρατιώτης Lys. — я был зачислен солдатом8) считать, полагать(τινὰ πλούσιον Plat.)
II(только med.: fut. καταλέξομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατελέξατο, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέλεκτο, part. καταλέγμενος, inf. pf. καταλέχθαι)1) ложиться спать(ἔνθ΄ ὅ γέρων κατέλεκτο Hom.)
2) спать(εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Hom.)
-
13 κοντοφορος
-
14 συστρατιωτης
-
15 φιλοστρατιωτης
-
16 άκαπνος
-
17 απλός
η, ό1) простой, несложный;απλό πρόβλημα — простая задача;
απλή μέθοδος — простой метод;
απλή πρόταση — простое предложение;
2) простой, обыкновенный; обычный; ординарный;σε απλό χαρτί — на простой бумаге;
εφ' απλού χάρτου — на простой (не гербовой) бумаге;
3) простодушный, наивный;4) простой, скромный;απλό δώρο — скромный подарок;
απλή ζωή — скромная жизнь;
5) простой, естественный, безыскусственный; непринуждённый;απλό ύφος — простой стиль речи;
απλοί τρόποι — простота обращения;
§ απλή επιστολή — простое письмо;
απλός στρατιώτης — рядовой (солдат);
απλός πολίτης — простой гражданин;
μιά απλή ματιά είναι αρκετή — достаточно взглянуть (чтобы)...
-
18 γενναίος
αία, ο[ν]1) мужественный, храбрый, доблестный, смелый;γενναίος στρατιώτης — доблестный воин;
γενναία απάντηση — смелый ответ;
2) благородный;γενναία πράξη — благородный поступок;
3) щедрый;γενναία αμοιβή — щедрое вознаграждение;
4) изобильный, чрезмерный; роскошный;γενναιο φαΐ (πιοτό) — много еды (питья);
γενναίο γλέντι — роскошный пир
-
19 σοκολατένιος
α, ο шоколадный (тж. о цвете);§ σοκολατένιος στρατιώτης — тыловая крыса
-
20 4757
{сущ., 26}воин, солдат.Ссылки: Мф. 8:9; 27:27; 28:12; Мк. 15:16; Лк. 7:8; 23:36; Ин. 19:2, 23, 24, 32, 34; Деян. 10:7; 12:4, 6, 18; 21:32, 35; 23:23, 31; 27:31, 32, 42; 28:16; 2Тим. 2:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4757
См. также в других словарях:
στρατιώτης — soldier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… … Dictionary of Greek
στρατιώτης — ο θηλ. στρατιωτίνα 1. απλός οπλίτης χωρίς κανένα βαθμό. 2. υπέρμαχος, αγωνιστής: Στρατιώτης της Eκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek
ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του … Dictionary of Greek
λιποτάκτης — Στρατιώτης που εγκαταλείπει παράνομα και χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού. Η πράξη του λ. ονομάζεται λιποταξία και τιμωρείται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Νόμο. Μεταφορικά λ. καλείται εκείνος που εγκαταλείπει τον ιδεολογικό αγώνα. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
στρατιῶτα — στρατιώτης soldier masc voc sg στρατιώτης soldier masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… … Dictionary of Greek
στρατιωτέων — στρατιώτης soldier masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτῶν — στρατιώτης soldier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιῶται — στρατιώτης soldier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)