Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

στρατηγός

  • 1 paşa

    στρατηγός, πασάς

    Türkçe-Yunanca Sözlük > paşa

  • 2 генерал

    генерал м о στρατηγός
    * * *
    м
    ο στρατηγός

    Русско-греческий словарь > генерал

  • 3 генерал

    генерал
    м ὁ στρατηγός:
    \генерал армии ὁ στρατηγός-διοικητής στρατιάς.

    Русско-новогреческий словарь > генерал

  • 4 генерал

    α.
    στρατηγός• —майор υποστράτηγος• —лейтенант αντιστράτηγος•

    генерал армии ο στρατηγός στρατιάς.

    Большой русско-греческий словарь > генерал

  • 5 стратег

    стратег
    м ὁ στρατηγός.

    Русско-новогреческий словарь > стратег

  • 6 general

    ['‹enərəl] 1. adjective
    1) (of, involving etc all, most or very many people, things etc: The general feeling is that he is stupid; His general knowledge is good although he is not good at mathematics.) γενικός
    2) (covering a large number of cases: a general rule.) γενικός, καθολικός
    3) (without details: I'll just give you a general idea of the plan.) γενικός
    4) ((as part of an official title) chief: the Postmaster General.) Γενικός
    2. noun
    (in the British army, (a person of) the rank next below field marshal: General Smith.) στρατηγός
    - generalise
    - generalization
    - generalisation
    - generally
    - General Certificate of Education
    - general election
    - general practitioner
    - general store
    - as a general rule
    - in general
    - the general public

    English-Greek dictionary > general

  • 7 генерал

    [γκινιράλ] ουα. α στρατηγός

    Русско-греческий новый словарь > генерал

  • 8 стратег

    [στρατιέκ] ουσ. α. στρατηγός

    Русско-греческий новый словарь > стратег

  • 9 генерал

    [γκινιράλ] ουα. α στρατηγός

    Русско-эллинский словарь > генерал

  • 10 стратег

    [στρατιέκ] ουσ α στρατηγός

    Русско-эллинский словарь > стратег

  • 11 инфантерия

    θ. παλ. φανταρία, πεζικό•

    генерал от -и στρατηγός πεζικού.

    Большой русско-греческий словарь > инфантерия

  • 12 свитский

    επ.
    της ακολουθίας, της συνοδείας•

    свитский генерал στρατηγός συνοδείας.

    Большой русско-греческий словарь > свитский

  • 13 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 14 стратег

    α.
    στρατηγός, κάτοχος της στρατηγικής.

    Большой русско-греческий словарь > стратег

  • 15 Admiral

    subs.
    P. and V. ναύαρχος, ὁ, στρατηγός, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Admiral

  • 16 Captain

    subs.
    Military: Ar. and P. ταξίαρχος, ὁ, P. and V. λοχαγός, ὁ.
    Be a captain, v.: Ar. and P. ταξιαρχεῖν.
    Naval: V. ναύαρχος, ὁ, ναυκρτωρ, ὁ, νεὼς ναξ, ὁ, ναυβατῶν ἀρμόστωρ, ὁ, P. and V. ναύκληρος, ὁ.
    Be captain of a ship, v.: Ar. and P. ναυκληρεῖν.
    Of a trireme: P. τριήραρχος, ὁ.
    Captain of a thousand men: P. and V. χιλίαρχος, ὁ (Xen.).
    Captain of ten thousand: P. μυρίαρχος, ὁ (Xen.), V. μυριόνταρχος, ὁ.
    Leader, chief: P. and V. ἡγεμών, ὁ or ἡ.
    Commander (generally): P. and V. στρατηγός, ὁ, Ar. and V. ταγός, ὁ, V. στρατηλτης, ὁ, λοχαγέτης, ὁ, ἀρχέλαος, ὁ (Ar. also in form ἀρχέλας), βραβεύς, ὁ, ἔπαρχος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. στρατηγεῖν (gen.), V. στρατηλατεῖν (gen. or dat.), ταγεῖν (gen.), ναυκληρεῖν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Captain

  • 17 Commander

    subs.
    General: P. and V. στρατηγός, ὁ, V. στρατηλτης, ὁ.
    Leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ.
    Generally: P. and V. ταγός, ὁ, V. λοχαγέτης, ὁ, ἀρχέλαος, ὁ (also Ar. in form ἀρχέλας), βραβεύς, ὁ. ἔπαρχος, ὁ; see Chief, Captain.
    Commander of a thousand men: P. and V. χιλίαρχος, ὁ (Xen.).
    Commander of ten thousand men: P. μυρίαρχος, ὁ (Xen.), V. μυριόνταρχος, ὁ.
    Naval commander: see Captain.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commander

  • 18 General

    adj.
    Common, shared by all: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.
    What is this general assertion that you make? V. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; (Soph., Ant. 1049).
    Keeping as near possible to the general tenor of the words really spoken: P. ἐχόμενος ὅτι ἐγγύτατα τῆς συμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων (Thuc. 1, 22).
    Do you mean the ruler and superior in the general sense or in the exact signification: P. ποτέρως λέγεις τὸν ἄρχοντά τε καὶ τὸν κρείσσονα τὸν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἢ τὸν ἀκριβεῖ λόγῳ (Plat., Rep. 341B).
    The plague was such in its general manifestations: P. τὸ νόσημα... τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδεαν (Thuc. 2, 51).
    In general: see Generally.
    People in general: P. and V. οἱ πολλοί, τὸ πλῆθος.
    Judging from my assertions and my public life in general: P. ἐνθυμούμενοι ἐκ τῶν εἰρημενων καὶ τῆς ἄλλης πολιτείας (Lys. 111).
    On general grounds: P. and V. ἄλλως (Eur., I.A. 491).
    ——————
    subs.
    P. and V. στρατηγος, ὁ, V. στρατηλτης, ὁ, Ar. and V. ταγός, ὁ.
    Leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ; see also Commander.
    Be general, v.: P. and V. στρατηγεῖν, V. στρατηλατεῖν.
    Of a general, adj.: P. στρατηγικός.
    Lake a good general, adv.: Ar. στρατηγικῶς.
    General's guarters: P. and V. στρατήγιον, τό.
    The opening of the general's tent: V. στρατηγδες πύλαι, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > General

  • 19 Glory

    subs.
    Honour, fame: P. and V. δόξα, ἡ, τιμή, ἡ, κλέος, τό (rare P.), εὐδοξία, ἡ, ἀξίωμα, τό, ὄνομα, τό, Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ.
    The general wins all the glory: V. ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται (Eur., And. 696).
    Splendour, magnificence: P. λαμπρότης, ἡ, P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό, V. χλιδή, ἡ, ἀγλάϊσμα, τό, γαλμα, τό, P. μεγαλοπρέπεια, ἡ.
    The glory of, boast of: P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, γαλμα, τό, φάος, τό, φῶς, τό, αὔχημα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glory

  • 20 Imperator

    subs.
    Imperator ( in Roman sense): P. στρατηγός, ὁ ( late).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Imperator

См. также в других словарях:

  • στρατηγός — leader masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγός — ο αρχηγός στρατού, ανώτατος αξιωματικός του στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στρατηγός, Ξενοφώντας — Στρατιωτικός και πολιτικός (1869 1927). Σπούδασε στην πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 13 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο, του οποίου αργότερα έγινε υπαρχηγός. Αποστρατεύτηκε το 1917 αλλά μετά την παλιννόστηση… …   Dictionary of Greek

  • Χανδρηνός, Ανδρέας — Στρατηγός του Βυζαντίου στα χρόνια του Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου (1282 1328). Καταγόταν από παλαιά στρατιωτική οικογένεια της Μικράς Ασίας και πήρε μέρος σε διάφορους πολέμους εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία και εναντίον των Καταλανών στη… …   Dictionary of Greek

  • Стратег — (στρατηγός) у древних греков должность главнокомандующего войском, заведовавшего в то же время внешними делами государства и отчасти финансами, включая судебную власть по всем указанным отраслям управления. Должность С. была повсеместной: так мы… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • СТРАТЕГ —    • Στρατηγός,          см. Exercitus, Войско, 4. 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ολοφέρνης — Στρατηγός των Ασσυρίων την εποχή του Ναβουχοδονόσορα, περσικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε από την όμορφη Εβραία Ιουδήθ, χήρα του Μανασή, την ώρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του, κατά την πολιορκία της ιουδαϊκής πόλης Βετυλούας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Πανάρης — Στρατηγός της Κρητικής Κυδωνίας, που έδρασε στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. Κάτω από την αρχηγία του ίδιου και του Λασθένη οι Κρητικοί αγωνίστηκαν με επιτυχία εναντίον των διαφόρων επιδρομών των Ρωμαίων στο διάστημα 74 69 π.Χ., οπότε αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • Πασσιπίδας — Στρατηγός των Λακεδαιμονίων στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Κατηγορήθηκε ότι βοήθησε τον Τισαφέρνη και για τον λόγο αυτό εξορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Πρεπέλαος — Στρατηγός του Κάσσανδρου, του διαδόχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μακεδονία (3ος – 4ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε για την τόλμη και τη στρατηγική ευφυΐα του σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, που ο Μακεδόνας βασιλιάς του ανέθεσε. Το 303 π.Χ. ήταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»