-
1 crooked
στραβός -
2 bandy
['bændi]((of legs) bent outwards at the knee: She wears long skirts to hide her bandy legs.) στραβός -
3 crooked
[-kid]1) (badly shaped: a crooked little man.) παραμορφωμένος2) (not straight: That picture is crooked (= not horizontal).) στραβός / τεθλασμένη (γραμμή)3) (dishonest: a crooked dealer.) ανέντιμος -
4 wrong
[roŋ] 1. adjective1) (having an error or mistake(s); incorrect: The child gave the wrong answer; We went in the wrong direction.) λανθασμένος, λαθεμένος, λάθος2) (incorrect in one's answer(s), opinion(s) etc; mistaken: I thought Singapore was south of the Equator, but I was quite wrong.) εσφαλμένος3) (not good, not morally correct etc: It is wrong to steal.) κακός4) (not suitable: He's the wrong man for the job.) ακατάλληλος5) (not right; not normal: There's something wrong with this engine; What's wrong with that child - why is she crying?) αφύσικος, στραβός2. adverb(incorrectly: I think I may have spelt her name wrong.) λανθασμένα, στραβά, λάθος3. noun(that which is not morally correct: He does not know right from wrong.) κακό, αδικία4. verb(to insult or hurt unjustly: You wrong me by suggesting that I'm lying.) αδικώ- wrongful- wrongfully
- wrongfulness
- wrongly
- wrongdoer
- wrongdoing
- do someone wrong
- do wrong
- do wrong
- go wrong
- in the wrong -
5 wry
1) ειρωνικός2) στραβός
См. также в других словарях:
στραβός — squinting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβόν — στραβός squinting masc acc sg στραβός squinting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαῖς — στραβός squinting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαί — στραβός squinting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοῖς — στραβός squinting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοί — στραβός squinting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβούς — στραβός squinting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβῷ — στραβός squinting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)