1 lyrics
English-Greek new dictionary > lyrics
στοῖχοι — στοῖχος row in an ascending series masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάων — (3ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Νέας Κωμωδίας. Διασώθηκαν μόνο μερικοί στοίχοι από την κωμωδία του Διαθήκαι … Dictionary of Greek