Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

στερφος

  • 1 бесплодный

    άτεκνος, στείρος, στέρφος, (о почве) άγονος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесплодный

  • 2 яловый

    ялов||ый
    прил στείρος, στέρφος:
    \яловыйая корова ἡ στέρφα ἀγελάδα.

    Русско-новогреческий словарь > яловый

  • 3 бесплодный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. άγονος, άτοκος, στείρος, στέρφος.
    2. άκαρπος•

    -ая почва άγονο έδαφος.

    3. μτφ. χωρίς αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος•

    -ые попытки άκαρπες προσπάθειες.

    Большой русско-греческий словарь > бесплодный

  • 4 холостой

    επ., βρ: холост
    -а.
    1. άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης•

    холостой мужчина ο μπεκιάρης•

    -ая жизнь εργέν ικη ζωή.

    || μόνος, μοναχός, αζευγάρωτος•

    холостой волк μονόλυκος•

    -ая утка αζευγάρωτη πάπια.

    2. βλ. холощный. || στείρος, στέρφος•

    -ая кобыла στείρα φοράδα.

    || (για φυτά)• άκαρπος.
    3. κενός•

    холостой ход λε ι-τουργεία στο κενό, χωρίς φόρτιση.

    4. (στρατ.)-άσφαιρος• εικονικός•

    -ые патроны εικονικά φυσίγγια•

    -ые снаряды εικονικά βλήματα.

    5. παλ. • άδειος, κενός, ακατοίκητος•

    -ые постройки ακατοίκητα οικήματα.

    Большой русско-греческий словарь > холостой

  • 5 яловый

    επ.
    1. στείρος, στέρφος•

    -ая овца στέρφα προβατίνα•

    -ая корова στέρφα αγελάδα.

    || άκαρπος (για φυτά). || χωρίς γόνο (για ψάρια).
    2. βλ. яловичный.

    Большой русско-греческий словарь > яловый

См. также в других словарях:

  • στέρφος — hide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… …   Dictionary of Greek

  • στέρφος — α, ο στείρος: Χώρισε τα στέρφα από τα γαλάρια πρόβατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέρφεσι — στέρφος hide neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρφεσιν — στέρφος hide neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφος — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά τού αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. *στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε στρεφής (πρβλ. ἀμφι… …   Dictionary of Greek

  • (s)ter-1, (s)terǝ- : (s)trē- —     (s)ter 1, (s)terǝ : (s)trē     English meaning: stiff, immovable; solid, etc..     Deutsche Übersetzung: ‘starr, steif sein, starrer, fester Ghegenstand, especially Pflanzenstamm or stengel; steif gehen, stolpern, fallen, stolzieren”     Note …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • стербнуть — делаться жестким, цепенеть, отмирать , укр. остербати, остербнути выздороветь, оцепенеть, затечь , др. русск. усторобити сѧ выздороветь , устребе 3 л. ед. ч. аор. ἡδρύνθη, ст. слав. страбити, оустрабити выздороветь (Еuсh. Sin., Супр.), цслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • έρφος — ἔρφος, τὸ (Α) δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με τα στέρφος, τέρφος, που έχουν την ίδια σημασία] …   Dictionary of Greek

  • μελανόστερφος — μελανόστερφος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στέρφος «δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • στέρφινος — ίνη, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) σκληρός, άκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρφος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»