Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σταφύλη

  • 1 язычок

    -чка α.
    1. γλωσσίτσα.
    2. (βιολ.) η κιονίδα, η σταφυλή, ο σταφυλίτης, το γλωσσίδι.
    3. (οε αντικείμενα)• γλωσσίδιο, γλωσσίδι, γλωττίδα, επιγλωττίδα•

    язычок ботинка η γλώσσα του παπουτσιού•

    язычок в духовных инструментах η γλωττίδα των πνευστών οργάνων•

    замка το γλωσσίδι της κλειδαριάς.

    Большой русско-греческий словарь > язычок

  • 2 Bunch

    subs.
    Of flowers: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat.), V. στέφος, τό, πλόκος, ὁ.
    Of grapes: P. and V. βοτρύς, ὁ. P. σταφυλή, ἡ (Plat.).
    Plucking bunches of tender myrtle: δρέπων τερείνης μυρσίνης... πλόκους (Eur., El. 778).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bunch

  • 3 Cluster

    subs.
    Ar. and P. ὁρμαθός, ὁ.
    Of grapes: P. and V. βότρυς, ὁ, P. σταφυλή, ἡ (Plat.).
    Rich in clusters, adj.: V. εὔβοτρυς, πολύβοτρυς.
    ——————
    v. intrans.
    See Collect.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cluster

  • 4 Grape

    subs.
    P. and V. ῥάξ, ἡ (Plat. and Soph., frag.).
    Bunch of grapes: P. and V. βότρυς, ὁ, P. σταφυλή, ἡ (Plat.).
    Dried grapes: P. ἀσταφίς, ἡ (Plat.).
    Sour grapes: V. ὄμφαξ, ἡ.
    Rich in grapes, adj.: V. εὔβοτρυς, πολύβοτρυς.
    As when the rich juice of the ripe grape streams to earth from the vine of Bacchus: V. γλαυκᾶς ὀπώρας ῶστε πίονος ποτοῦ χυθεντὸς εἰς γῆν βακχίας ἀπʼ ἀμπέλου (Soph., Trach. 703).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grape

См. также в других словарях:

  • σταφυλῇ — σταφυλή bunch of grapes fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλή — bunch of grapes fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφύλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφύλῃ — σταφύλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος …   Dictionary of Greek

  • σταφύλη — ἡ, Α το μετάλλινο βαρίδι τής στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλή — η 1. σταφύλι. 2. μικρή προεξοχή στο φάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταφυλῶν — σταφύλη fem gen pl σταφυλή bunch of grapes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφύληι — σταφύλῃ , σταφύλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλαῖς — σταφυλή bunch of grapes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλαῖσι — σταφυλή bunch of grapes fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»