-
1 σταφιδόψωμο(ν)
το булочка с изюмом -
2 σταφιδόψωμο(ν)
το булочка с изюмом
См. также в других словарях:
σταφιδόψωμο — το, Ν αρτοσκεύασμα το οποίο περιέχει σταφίδες … Dictionary of Greek
σταφιδόψωμο — το ψωμί που περιέχει σταφίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)