-
1 στέλνω
[стэлно] р. посылать, отправлять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στέλνω
-
2 στέλνω
[стэлно] ρ посылать, отправлять. -
3 στέλλω
στέλνω (αόρ. εστειλα, παθ. αόρ. (ε)στάλθηκα и εστάλην) μετ.1) посылать, присылать; отправлять;στέλλω γράμμα — посылать письмо;
στέλλω χαιρετισμούς — посылать привет; — приветствовать;
στέλλω ενισχύσεις — посылать подкрепление;
2) командировать;στέλλω με αποστολή — командировать;
στέλλω σε αποστολή — откомандировывать;
§ τον εστειλα στο διάβολο я его послал к чёрту -
4 άπειρος
η, ο [ος, ον ]1) неопытный, не имеющий опыта;άπειρος από μηχανές — неумелый в обращении с машинами;
άπειρος από κόσμο — не знающий света, общества;
2) бесконечный, необъятный, бескрайний; необозримый;άπειρο βάθος — беспредельная глубина;
3) бесчисленный; неисчислимый;άπειρο πλήθος — бесчисленная толпа;
σού στέλνω άπειρες ευχές — шлю тебе массу, бездну самых лучших пожеланий;
άπειρες φορές... — бесчисленное множество раз...; — тысячу раз... (разг)
-
5 εξορία
-
6 κόσμος
ο1) космос, вселенная; 2) мир, свет;στα πέρατα ( — или στην άκρη) τού κόσμου — на краю света;
γύρισα όλον τον κόσμο — я объехал весь свет;
σ' όλο τον κόσμο — во всём мире;
3) мир, общество; народ, люди;ο επιστημονικός κόσμος — учёный мир, научная общественность;
όλος ο κόσμος το ξέρει — всему миру (или свету) известно;
ο
κόσμος λέει — люди говорят;πολύς κόσμος — много народу;
βγαίνω στον κόσμο — появляться на людях;
4) мир, сфера;ζωικός κόσμος — животный мир;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ Νέος κόσμος — Новый Свет (об Америке);
Παλαιός κόσμος — Старый Свет (об Европе);
ο καλός κόσμος — высшее общество;
τα μέρη τού κόσμου — части света;
ο κάτω κόσμ — подземное царство, преисподняя;
ο πάνω κόσμος — земная жизнь (в противоп. преисподней);
τα καλά τού κόσμου — все земные блага;
έρχομαι στον κόσμο — рождаться;
φέρνω στον κόσμο — рождать;
δεν χάθηκε ο κόσμος — или δεν χάλασε ο κόσμος — а) не беда, это неважно, не стоит беспокоиться; — б) это не бог весть что; — свет не клином сошёлся;
μετέστη εις τον άλλον κόσμον — он переселился в иной мир, он умер;
στέλνω στον άλλο κόσμο — отправить на тот свет;
χαλώ τον κόσμο — или σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι — поднять всех на ноги, переполошить всех;
εφαγα τον κόσμο να σε βρώ — я тебя разыскивал повсюду;
γιά τα μάτια τού κόσμου — для отвода глаз;
μπροστά στον κόσμο — на людях;
μπροστά στα μάτια όλου τού κόσμου — а) при всём народе;
б) перед лицом всего мира;σφαίρα είναι κόσμος και γυρίζει — погов, колесо фортуны переменчиво
-
7 προξενιά
-
8 συνοδία
συνοδιάή1) сопровождение;εν συνοδ... — в сопровождении;
2) сопровождающие лица; свита;3) конвой, охрана; экскорт;στέλνω κάποιον (οπό) συνοδία — посылать кого-л. под конвоем;
4) конвоирование, экспортирование, сопровождение;5) аккомпанемент, музыкальное сопровождение -
9 τελεσίγραφο(ν)
το ультиматум;στέλνω τελεσίγραφο(ν) — предъявлять ультиматум
-
10 τελεσίγραφο(ν)
το ультиматум;στέλνω τελεσίγραφο(ν) — предъявлять ультиматум
-
11 χαβιάρι(ον)
το икра (рыбья);μαύρο (κόκκινο) χαβιάρι(ον) — чёрная (красная) икра;
§ στέλνω ( — или παίρνω) κάποιον γιά πράσινο χαβιάρι(ον) — подшутить над кем-л.;
τον πούλησε γιά πράσινο χαβιάρι(ον) — он его одурачил, он над ним подшутил
-
12 χαβιάρι(ον)
το икра (рыбья);μαύρο (κόκκινο) χαβιάρι(ον) — чёрная (красная) икра;
§ στέλνω ( — или παίρνω) κάποιον γιά πράσινο χαβιάρι(ον) — подшутить над кем-л.;
τον πούλησε γιά πράσινο χαβιάρι(ον) — он его одурачил, он над ним подшутил
См. также в других словарях:
στέλνω — στέλνω, έστειλα βλ. πίν. 208 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στέλνω — Ν βλ. στέλλω … Dictionary of Greek
στέλνω — έστειλα, στάλθηκα, σταλμένος, κάνω κάτι ή κάποιον να απομακρυνθεί από κοντά μου και να πάει κάπου, αποστέλλω: Του έστειλα επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαργοξορίζω — στέλνω σε μακρινό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + εξορίζω] … Dictionary of Greek
ξαναμηνώ — στέλνω ξανά μήνυμα … Dictionary of Greek
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς … Dictionary of Greek
αντιπέμπω — ἀντιπέμπω (Α) 1. στέλνω απάντηση 2. στέλνω πίσω ήχο, αντηχώ 3. στέλνω κάτι ως ανταμοιβή 4. φρ. «ἀντιπέμπω στρατιάν» στέλνω στρατό εναντίον κάποιου 5. στέλνω κάποιον για ν αντικαταστήσει κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… … Dictionary of Greek
καταπέμπω — (AM καταπέμπω) στέλνω κάτι προς τα κάτω μσν. 1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία 2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.) αρχ. 1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια 2. (ειδ … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek