-
1 значимость
значимостьж ἡ σημασία / ἡ σπουδαι-ότητα [-ης], ἡ σημαντικότητα[ης], ἡ ἀξία (важность).
См. также в других словарях:
σπουδαῖ' — σπουδαῖα , σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc pl σπουδαῖε , σπουδαῖος in haste masc voc sg σπουδαῖαι , σπουδαῖος in haste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαί — σπουδή haste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιότατ' — σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste adverbial superl σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc superl pl σπουδαῑότατε , σπουδαῖος in haste masc voc superl sg σπουδαῑόταται , σπουδαῖος in haste fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιότερον — σπουδαῑότερον , σπουδαῖος in haste adverbial comp σπουδαῑότερον , σπουδαῖος in haste masc acc comp sg σπουδαῑότερον , σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιεστάτων — σπουδαῑεστάτων , σπουδαῖος in haste fem gen superl pl σπουδαῑεστάτων , σπουδαῖος in haste masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιοτάτας — σπουδαῑοτάτᾱς , σπουδαῖος in haste fem acc superl pl σπουδαῑοτάτᾱς , σπουδαῖος in haste fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιοτάτων — σπουδαῑοτάτων , σπουδαῖος in haste fem gen superl pl σπουδαῑοτάτων , σπουδαῖος in haste masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιοτέρα — σπουδαῑοτέρᾱ , σπουδαῖος in haste fem nom/voc/acc comp dual σπουδαῑοτέρᾱ , σπουδαῖος in haste fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιοτέραις — σπουδαῑοτέραις , σπουδαῖος in haste fem dat comp pl σπουδαῑοτέρᾱͅς , σπουδαῖος in haste fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιοτέρας — σπουδαῑοτέρᾱς , σπουδαῖος in haste fem acc comp pl σπουδαῑοτέρᾱς , σπουδαῖος in haste fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιοτέρων — σπουδαῑοτέρων , σπουδαῖος in haste fem gen comp pl σπουδαῑοτέρων , σπουδαῖος in haste masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)