-
1 σπουδή
[спуди] ουσ. Θ. усердие, рвение, учение, обучение, учёбаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπουδή
-
2 этюд
-
3 наука
-и θ.1. επιστήμη•естественные -и φυσικές επιστήμες•
точные -и θετικές επιστήμες•
передовая наука πρωτοπόρα επιστήμη•
заниматься -ой ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες•
отдаться -е αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες•
академия наук Ακαδημία επιστημών•
врачебная ιατρική επιστήμη•
словесные -и η φιλολογία•
военная наука στρατιωτική Ακαδημία•
общественные -и κοινωνικές επιστήμες•
гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγωγική κ.τ.τ.).
2. διδασκαλία, μάθηση, σπουδή• μάθημα, δίδαγμα•отдить в -у δίνω για σπουδή•
вот тебе наука να για σένα δίδαγμα.
-
4 учёба
-ы θ.μάθηση, σπουδή, σπούδασμα•-в институте σπουδή στο ινστιτούτο•
школьная учёба σχολική μάθηση•
отличники -ы οι άριστοι (αριστούχοι) της μάθησης ή της σπουδής•
он бросил -у αυτός παράτησε το σχολείο ή τη σχολή•
самостоятельная учёба αυτομάθηση, αυτο-μόρφωση.
-
5 изучение
η μελέτη, η (εκ)μάθηση, η σπουδήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изучение
-
6 этюд
1. иск. το δοκίμιο του ζωγράφου, η ζωγραφιά 2. литер. το μικρό φιλολογικό έργο, η μελέτη, το μελέτημα, το πόνημα 3. муз. η σπουδή, το ετούδο, το ετίντ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > этюд
-
7 второпях
второпяхнареч στά βιαστικά, πάνω στή βιασύνη, βιαστικά, ἐν σπουδή. -
8 изучение
изуч||ениес ἡ μελέτη, ἡ σπουδή. -
9 поспешность
поспешн||остьж ἡ βιασύνη, ἡ βία, ἡ σπουδή. -
10 спешка
спеш||каж разг ἡ βιασύνη/ ἡ σπουδή (торопливость):в \спешкаке στή βιασύνη. -
11 торопливость
торопли́в||остьж ἡ βιασύνη, ἡ βία, ἡ σπουδή. -
12 этюд
этюдм в разн. знач. ἡ σπουδή. -
13 гонка
-и θ.1. κυνηγητό, κυνήγι, -ημα•гонка вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών.
|| δρόμος, τρέξιμο.2. βία, βιασύνη, σπουδή• ταχύτητα, γρηγοράδα.3. (αθλτ.) αγώνας δρόμουι, δρόμος•велосипедные -и ποδηλατοδρομία•
автомобильные -и αυτοκινητοδρομία•
гребные -и κωπηλατοδρομία•
парусные -и ιστιοδρομία.
4. τιμωρία, κατσάδα, κατσάδιασμα. -
14 заочно
επίρ.ερήμην, εν απουσία, απόντος, απούσης•приговорить заочно καταδικάζω ερήμην•
целую заочно φυλώ από μακριά (εξ αποστάσεως).
(για σπουδή) χωρίς καθημερινή φοίτηση (εργαζόμενος και σπουδάζων). -
15 изучение
-я ουδ.μάθηση, εκμάθηση σπουδή μελέτη. -
16 очный
επ. -ая ставка αντιπαράσταση• αντιμωλία•-ое обучение ημερήσια σπουδή (με προσωπική παρακολούθηση των μαθημάτων)•
давать -ую стивку φέρω σε αντιπαράσταση.
-
17 политучёба
-ы θ.πολιτική σπουδή ή μελέτη. -
18 поспешность
-и θ.βιασύνη, βία, σπουδή. -
19 проработка
-и θ.1. μελέτη, σπουδή με εμβρίθεια.2. κριτική, κριτικάρισμα. -
20 совмещать
ρ.δ.μ.1. συνδυάζω, (συν)ταιριάζω• συσχετίζω• συμβιβάζω•совмещать работу с учбой συνδυάζω τη δουλειά με τη σπουδή•
я не могу, совмещать этого с моими убеждениями δε μπορώ να συμβιβάζω αυτό με τις πεποιθήσεις μου.
1. συνδυάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. συμπίπτω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπουδή — haste fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
σπουδή — η 1. μελέτη, παρακολούθηση μαθημάτων: Θα πάρει αναβολή απότο στρατό λόγω σπουδών. 2. βιασύνη, γρήγορη ενέργεια: Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για αδικαιολόγητη σπουδή στην ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου. 3. προκαταρκτικό σχέδιο, σκίτσο: Ανάμεσα στα έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδῇ — σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδῆι — σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδῇ , σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖς — σπουδή haste fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαί — σπουδή haste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδήν — σπουδή haste fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… … Dictionary of Greek
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek