Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

σπαρτῶν

  • 1 Mortal

    adj.
    Subject to death: P. and V. θνητός (Plat.), V. βρότειος.
    Deadly: P. and V. θανσιμος.
    Of a blow: P. and V. καίριος (Xen.).
    Human: see Human.
    Seeing them stricken with mortal wounds she cried aloud: V. τετρωμένους δʼ ἰδοῦσα καιρίας σφαγὰς ᾤμωξεν (Eur., Phoen. 1431).
    met., of fear: P. and V. δεινός; of enmity: P. and V. ἄσπονδος.
    ——————
    subs.
    Use P. and V. ἄνθρωπος, ὁ or ἡ.
    Mortals: Ar. and V. θνητοί, οἱ, βροτοί, οἱ (once in sing., Plat., Rep. 566D, but rare P.), P. and V. ἐφήμεροι, οἱ (Plat.).
    Like to no race of mortal men: V. ὅμοιος οὐδενὶ σπαρτῶν γένει (Æsch., Eum. 410).
    Of mortals, adj.: V. βρότειος, βροτήσιος; see Human.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mortal

См. также в других словарях:

  • Σπάρτων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπαρτῶν — Σπάρτη from Sparta fem gen pl Σπαρτός sown masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτῶν — σπάρτη rope fem gen pl σπαρτός sown fem gen pl σπαρτός sown masc/neut gen pl σπαρτός sown masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρτων — σπάρτον rope neut gen pl σπάρτος masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτωνα — Σπάρτων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτωνος — Σπάρτων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • Sparton — SPARTON, ónis, Gr. Σπάρτων, ωνος, (⇒ Tab. XVIII.) des Phoroneus Sohn, und Vater des Myceneus, von welchem die Stadt Mycene soll seyn erbauet worden. Pausan. Corinth. c. 16. p. 113. & Schol. Euripid. ap. Kuhn. ad Pausan. l. c …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ακαμαντολόγχας — ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α) ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός «ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + λόγχη] …   Dictionary of Greek

  • ελλεδανός — ἐλλεδανός, ο (Α) δεσμός με τον οποίο έδεναν τα δεμάτια τών σπαρτών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»