-
1 σπαθί
[спати] ουσ. о. сабля, меч, шпага, (в картах) трефы,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπαθί
-
2 меч
-ά α. ξίφος, ρομφαία, σπαθί, σπάθα•обнажить меч σύρω (τραβώ) το σπαθί, ξιφουλκώ•
вложить меч в ножны βάζω το σπαθί στη θήκη•
меч правосудия το σπαθί της θέμιδας.
εκφρ.вложить меч в ножны – σταματώ τον πόλεμο, τον αλληλσπαραγμό•поднять ή обнажать меч – κηρύσσω τον πόλεμο, τον αλληλοσπαραγμό•скрестить -и – παίρνω μέρος στη διαμάχη. -
3 сабля
сабл||яж τό σπαθί, ἡ σπάθη, ἡ σπάθα:кривая \сабля τό γιαταγάνι· рубить \сабляей σπαθίζω, χτυπώ μέ τό σπαθί. -
4 крестовый
επ.με σταυρό ή σταυρούς•-ая ткань ύφασμα με σταυρούς•
крестовый паук βλ. крестовик.
εκφρ.крестовый брат – αδερφοποιτός, σταυραδέρφι. крестовый поход σταυροφορία.επ.(χαρτπ.) του σπαθιού•крестовый туз – ο άσσος σπαθί•- ая дама – η ντάμα σπαθί. -
5 с
το σπαθί. -
6 сабля
το σπαθί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сабля
-
7 двойка
двойк||аж в разн. знач. τό δυάρι, ἡ δυάρα, τό δύο:\двойка треф карт. τό δυάρι (или τό δύο) σπαθί· он получил \двойкау по истории (έ)πήρε δύο (или δυάρι) στήν ίστορία. -
8 зарубить
зарубитьсов1. (убить) σχίζω μέ σπαθί / σκοτώνω μέ τσεκούρι (топором)·2. (сделать зарубку) χαράζω, ἐντέμνω· ◊ заруби́ себе э́то на носу́ разг βάλτο καλά στό μυαλό σου. -
9 искрошить
искрошитьсов1. τρίβω, κάνω ψίχουλα, κομματιάζω, καταθρυμματίζω·2. перен (изрубить саблями и т. п.) разг μαχαιρώνω, κατακόβω +ιέ τό σπαθί. -
10 кованый
ко́ван||ыйприл1. σφυρήλατος:\кованый меч τό σφυρἡλατον σπαθί· \кованыйое железо τό σφυρηλατημένο σίδερο·2. (с подковами) πεταλωμένος·3. (обитый железом) σιδη-ρόδετος; \кованый сунду́к τό σιδηρόδετο σεντούκι. -
11 меч
мечм τό σπαθί, ἡ σπάθη, τό ξίφος· ◊ дамоклов \меч ἡ δαμόκλειος σπάθη· огием ἡ \мечо́м διά πυρός καί σιδήρου. -
12 ножны
ножнымн. ἡ θήκη, τό θηκάρι, ὁ κολεός:вынимать из ножен ξεσπαθώνω, ξεθηκαρωνω· вложить саблю в \ножны βάζω τό σπαθί στή θήκη του. -
13 обнажать
обнаж||атьнесов1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:\обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:\обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:\обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις. -
14 трефовый
треф||овыйприл карт. τοῦ σπαθιού:\трефовыйовая дама ἡ ντάμα σπαθί. -
15 шашка
шашка I ж (оружие) τό σπαθί, ἡ σπάθη. шаш||ка II ж1. (в игре) τό πούλι, τό πιόνι:игра в \шашкаки τό παιχνίδι τής ντά· μας· 2. -
16 шпага
шпаг||аж τό ξίφος, τό σπαθί:обнажить \шпагау ξεσπαθώνω, σύρω τό ξίφος· скрестить \шпагаи перен διασταυρώνω τά ξίφη. -
17 меч
[μιέτς] ουσ α σπαθί -
18 сабля
[σάμπλγια] ουσ. θ. σπαθί -
19 шашка
[σάσκα] ουσ. θ. σπαθί -
20 меч
[μιέτς]ουσ α σπαθί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπαθί — Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε δύο όπλα, το «ξίφος» και τη «σπάθη», που ουσιαστικά συγχέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεταξύ τους σαφής διάκριση. Γενικά «ξίφη» λέγονται εκείνα που είναι τροχισμένα και από τις δύο κόψεις και… … Dictionary of Greek
σπαθί — το 1. ξίφος: Ζώστηκε το σπαθί του. 2. μτφ., «Θα πετύχει με το σπαθί του», με τις δικές του δυνάμεις, με την αξία του. 3. χαρτί της τράπουλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαθί — σπαθίς spatula fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… … Dictionary of Greek
Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… … Dictionary of Greek
Τερέντιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τη σύζυγό του Νεουίλη και τα παιδιά του Βήλη, Ευνίκη, Θεόδουλο, Ιέρακα, Νιτά, Σάρβιλο και Φώτιο ή Φωτά. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Οκτωβρίου. 2. Καταγόταν από την Αφρική.… … Dictionary of Greek
Spatha — Roman era reenactor holding a Deepeeka Late Roman Spatha The spatha was a type of straight sword, measuring between 0.75 and 1 m (30 and 39 in),[dubious – discuss … Wikipedia
δαμασκί — και διμισκί, το 1. (για χρώμα) το δαμασκηνί 2. φρ. «δαμασκί σπαθί» σπαθί κατασκευασμένο από δαμασκηνό χάλυβα και διακοσμημένο με δαμασκήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαμασκί < Δαμασκός, ονομασία τής πρωτεύουσας τής Συρίας, ενώ ο τ. διμισκί < τουρκ.… … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
κοντόσπαθο — το κοντό σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σπαθο (< σπαθί), πρβλ. ασημό σπαθο] … Dictionary of Greek