-
1 эстафета
эстафета ж спорт, η σκυταλοδρομία; η σκυτάλη (пред. мет)' передать \эстафетау παραδίνω τη σκυτάλη* * *ж спорт.η σκυταλοδρομία; η σκυτάλη ( предмет)переда́ть эстафе́ту — παραδίνω τη σκυτάλη
-
2 эстафета
-ы θ.1. παλ. σκυτάλη, ειδικό ταχυδρομείο (συνήθως με• έφιππο). || είδηση, νέο.2. σκυταλοδρομία.(κυρλξ. κ. μτφ.) η σκυτάλη•бег с -ой η σκυταλοδρομία•
передать -у μεταδίνω τη σκυτάλη κ. μτφ. παραδίνω τη συνέχιση του έργου σε άλλους•
принимать -у παίρνω τη σκυτάλη κ. μτφ. συνεχίζω το έργο.
-
3 эстафета
эстафет||аж спорт.1. ἡ σκυταλοδρομία·2. (предмет) ἡ σκυτάλη· ◊ принять \эстафетау у кого́-л. παίρνω τήν σκυτάλη, διαδέχομαι κάποιον. -
4 вымбовка
мор. η σκυτάλη/μανιβέλα (του εργάτη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вымбовка
-
5 эстафета
1. (передаваемый предмет) η σκυτάλη 2. (соревнование) η σκυταλοδρομία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эстафета
См. также в других словарях:
σκυτάλη — staff fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλῃ — σκυτάλη staff fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
σκυτάλη — η 1. κυλινδρικό στέλεχος ξύλου. 2. φρ., «Παραδίδω τη σκυτάλη», αφήνω κάποιον να συνεχίσει το έργο μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυτάλαι — σκυτάλη staff fem nom/voc pl σκυτάλᾱͅ , σκυτάλη staff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάληι — σκυτάλῃ , σκυτάλη staff fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПАЛОЧКА ДЛЯ ПИСЬМА — •Σκυτάλη, которой пользовались, особенно в Спарте, для секретной заграничной переписки; слово это также означает и само известие, и письмо. Каждый государственный чиновник, преимущественно полководец,… … Реальный словарь классических древностей
Скитала — • Σκυτάλη, которой пользовались, особенно в Спарте, для секретной заграничной переписки; слово это также означает и само известие, и письмо. Каждый государственный чиновник, преимущественно полководец, отправляясь по службе за границу … Реальный словарь классических древностей
σκυταλῶν — σκυτάλη staff fem gen pl σκυταλόω cudgel pres part act masc voc sg (doric aeolic) σκυταλόω cudgel pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκυταλόω cudgel pres part act masc nom sg σκυταλόω cudgel pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλαις — σκυτάλη staff fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλην — σκυτάλη staff fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)