-
1 σκωροφαγωμένος
[скорофагомэнос] εκ. изъеденный, источенный мольюΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκωροφαγωμένος
-
2 изъеденный
изъ||еденныйприч. от изъесть:διαβεβρωμένος, φαγωμένος:\изъеденныйеденный молью σκωροφαγωμένος· \изъеденныйеденный червями σκουληκοφαγωμένος. -
3 моль
мольж ὁ σκώρος, ἡ βωτριδα, ὁ σης:изъеденный \молью σκωροφαγωμένος.
См. также в других словарях:
θιπόβρωτος — και θριπόβρωτος θιπόβρωτος και θριπόβρωτος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ σητῶν βεβρωμένος», σκωροφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. θριπόβρωτος < θριψ, πός «σαράκι» + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. ιχθυό βρωτος, φθειρό βρωτος. Ο τ. θιπόβρωτος με… … Dictionary of Greek
σκοροφαγωμενος — και σκωροφαγωμένος, η, ο, Ν (για μάλλινα κυρίως υφάσματα) αυτός που έχει φαγωθεί, που έχει φθαρεί από σκόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φαγώνομαι] … Dictionary of Greek