-
1 σκοπος
ὅ, редко Hom. ἥ1) наблюдатель, соглядатай, разведчик2) надсмотрщик, смотритель(ἥ γυναικῶν δμωάων σ. Hom.)
3) страж, хранитель(Ὀλύμπου Pind.; βροτῶν Aesch.)
σ. εἶναι τῶν εἰρημένων Soph. — быть блюстителем распоряжений4) цельσκοπὸν βάλλειν Hom. и ἐπὴ σκοπὸν βάλλειν Xen. — метить в цель;
σκοποῦ ἀποτυγχάνειν или ἁμαρτεῖν Plat. — бить мимо цели, промахиваться;παρὰ σκοπόν Pind. и ἀπὸ (τοῦ) σκοποῦ Hom., Xen., Plat. — мимо цели, т.е. невпопад, впустую -
2 σκοπός
ο1) цель, намерение;αντικειμενικός ( — или βασικός, κύριος) σκοπός — основная (главная) цель;
κακός σκοπός — дурное, злое намерение;
έχω σκοπό να... — намереваться; — собираться...;
δεν το 'χω σκοπό να... — я совершенно не намерен...;
ο σκοπός αγιάζει τα μέσα — цель оправдывает средства;
από σκοπού — нарочно, умышленно;
έχει καλό σκοπό γιά την κοπέλλα — у него серьёзные намерения относительно девушки, он думает на ней жениться;
2) цель, мишень;3) часовой; караульный; вахтенный; 4) муз. мотив, мелодия -
3 σκοπός
ὁ σκοπός 1. соглядатай, наблюдатель; 2. цель -
4 σκοπός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκοπός
-
5 σκοπός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκοπός
-
6 σκοπός
цель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκοπός
-
7 σκοπός
[скопос] ουσ α цель, намерение, цель мишень. (στρατ) часовой, караульный. -
8 ευσκοπος
Iэп. ἐΰσκοπος [σκοπέω]1) далеко видящий, зоркий(Ἀργεϊφόντης Hom.)
2) издали заметный, хорошо видный(τόπος Arst.; κεραῖαι Plut.)
ἐν εὐσκόποισιν Arph. — на видном месте3) ( о местностях) дающий широкий кругозорIIэп. ἐΰσκοπος 2[σκοπός] бьющий без промаха, меткий(Ἄρτεμις Hom.; τόξα Aesch., Ἡρακλῆς Theocr.)
-
9 τηλεσκοπος
-
10 αποσκοπος
-
11 ασκοπος
I21) неосмотрительный, безрассудный(οὔτ΄ ἄφρων οὔτ΄ ἄ. Hom.)
2) не взирающий, не обращающий внимания(οὐκ ἄ. τινος Aesch.)
3) незримый, невидимый(πλάκες, т.е. γῆς βάθρον Soph.)
4) непостижимый, непредвидимый(λώβα Soph.; τύχη Plut.)
5) непонятный, темный(ἔπος Aesch., Soph.)
6) необозримый, т.е. бесконечно долгий(χρόνος Soph.)
7) невообразимый, неслыханный(πρᾶγος Soph.)
II2бьющий мимо цели(ἄσκοπα τοξεύειν Luc.)
-
12 βατιδοσκοπος
-
13 βροτοσκοπος
-
14 εκκειμαι
1) лежать снаружи, быть обнаженнымμηροὴ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς Soph. — бедра (жертвенного животного) выступили наружу из окружавшего их жира
2) быть (публично) выставленным(ἐξέκειτο πολὺν χρόνον ἥ φάσις Dem.)
3) быть положенным, принятымἐκκείσθω τις γραμμέ ἥ ΑΒ Arst. — пусть будет дана (прямая) линия ΑΒ;
ὅ σκοπὸς ἔκκειται καλῶς Arst. — цель поставлена правильно4) ( о ребенке) быть подкинутым(ὅ ἐκκείμενος παῖς Her.)
5) быть изложенным6) быть подверженным(ταῖς νόσοις Luc.)
-
15 επισκοπος
I21) бьющий в цель, меткий, достигающийνίκης ἐ. Aesch. — обеспечивающий победу (см. ἐπίσκοπα)
2) соответствующийἄτης τῆσδ΄ ἐπίοκοπον μέλος Soph. — жалобная песнь подстать этому горю
IIὅ, ἥ1) надзиратель, смотритель, страж(ὁδαίων Hom., νεκροῦ Soph.)
2) хранитель, блюститель(ἁρμονιάων Hom.; πατρῴων δωμάτων Aesch.)
3) наблюдатель(σωφροσύνης καὴ ὕβρεως Plat.; χρηστῶν καὴ πονηρῶν ἔργων Plut.)
4) разведчик, соглядатай(νήεσσιν ἐ. ἡμετέρῃσιν Hom.)
σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. — выслеживающие твое местонахождение, т.е. ищущие тебя5) pl. эпископы (соотв. ἁρμοσταί в Лаконии, афинские политические эмиссары в подвластных Афинам городах) Arph.6) глава религиозной общины, епископ NT. -
16 ημεροσκοπος
I2бодрствующий днем, несущий дневную стражу(φύλαξ Arph.)
IIὅ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph. -
17 θεμισκοπος
-
18 θηροσκοπος
-
19 θυννοσκοπος
2 -
20 θυοσκοπος
См. также в других словарях:
σκοπός — one that watches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
σκοπός — ο 1. το σημείο που σκοπεύει κάποιος, στόχος. 2. ό,τι σκοπεύει κάποιος να κάνει, πρόθεση: Εκπλήρωσε τους σκοπούς της η επανάσταση. – Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 3. φρουρός: Εξόντωσαν τους σκοπούς και έπιασαν τους εχθρούς στον ύπνο. 4. μελωδία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέος Σκοπός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Σερρών. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (13 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
σκοποῖν — σκοπός one that watches masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοποί — σκοπός one that watches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπούς — σκοπός one that watches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)