-
1 utensil
σκεύος -
2 server
1) ((usually in plural) a utensil used in serving food: salad servers.) σκεύος σερβιρίσματος2) (a person who serves (a ball).) παίκτης που κάνει σερβίς -
3 utensil
[ju'tensl](an instrument or vessel used in everyday life: pots and pans and other kitchen utensils.) σκεύος -
4 Art
subs.Refinement: P. and V. μουσική, ἡ.Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό. V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.Skill, cleverness: P. and V. τέχνη, ἡ, σοφία, ἡ.The whole world of nature and art: P. πᾶν τὸ φυτευτὸν καὶ τὸ σκευαστὸν γένος (Plat., Rep. 510A).Producing all arts, adj.: V. πάντεχνος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Art
-
5 Article
subs.Clause in an agreement: P. γράμμα, τό (Thuc. 5, 29).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Article
-
6 Commodity
subs.Articles for sale: P. ὤνια, τά, ἀγοράσματα, τά.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commodity
-
7 Implement
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Implement
-
8 Thing
subs.P. and V. χρῆμα, τό.Chattel: Ar. and P. σκεῦος, τό.Are you not satisfied of this that a name is the representation of a thing: P. πότερον τοῦτο οὐκ ἀρέσκει σε τὸ εἶναι τὸ ὄνομα δήλωμα τοῦ πράγματος (Plat., Crat. 433D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thing
-
9 Utensil
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Utensil
-
10 Work
subs.P. and V. ἔργον, τό.Thing made: P. and V. ἔργον, τό, V. ὄργανον, τό, πόνος, ὁ.Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ. P. and V. σπουδή, ἡ.Needle-work: P. and V. ποίκιλμα, τό; ewbroidery.Composition, writing: P. σύγγραμμα, τό.Book: P. and V. βίβλος, ἡ.Set to work: see under Set.Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.Mound: P. χῶμα, τό, χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.——————v. trans.Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν.Knead: P. and V. ὀργάζειν (Soph., frag.).Cultivate ( the soil): P. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, P. and V. γεωργεῖν (Eur., Rhes. 176, absol.), V. γαπονεῖν (Eur., Rhes. 75).Work a mine: P. ἐργάζεσθαι μέταλλον (Dem. 977).Work ( stone or other materials): P. ἐργάζεσθαι.Embroider: P. and V. ποικίλλειν, P. καταποικίλλειν.He works his auger with double thongs: V. διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ (Eur., Cycl. 461).V. intrans. Labour: P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, κάμνειν (rare P.), μοχθεῖν (rare P.).Be an artisan: P. δημιουργεῖν.Work at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).Work off: P. ἀποτρίβεσθαι.Work one's way: see Advance.Work out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.), Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι (acc.).Come to the end of: V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν.Work round: see come round.Work round in the rear of an enemy: P. περιιέναι κατὰ νώτου (Thuc. 4, 36).He so worked upon the jury that they would not even hear a word from us: P. οὕτω διέθηκε τοὺς δικαστὰς ὥστε φωνὴν μηδʼ ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν (Dem. 1103).Work with others: P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Work
-
11 vessel
1) αγγείο2) πλοίο3) σκάφος4) σκεύος
См. также в других словарях:
σκεῦος — vessel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek
σκεύος — το 1. κάθε κινητό πράγμα (εργαλείο, έπιπλο κτλ.) χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου: Νοίκιασα ένα σπίτι εξοπλισμένο με οικιακά σκεύη. 2. φρ., «σκεύος της ψυχής», το σώμα μας. 3. «ιερά σκεύη», τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις διάφορες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] … Dictionary of Greek
κουφόσκευος — κουφόσκευος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α προ παρά σκευος, ομοιό σκευος] … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek