-
1 напрасно
напрасн||о1. нареч μάταια, τοῦ κάκου, είς μάτην, ματαίως / ἀνώφελα (бесполезно)/ ἀδικα, ἀδίκως (несправедливо):\напрасно стараться τοῦ κάκου προσπαθώ· ее \напрасно обвиняли ἀδικα τήν κατηγορούσαν вы \напрасно так ду́маете δέν ἐχετε δίκηο πού σκέπ-τεσθε ἐτσι·2. предик безл:все было \напрасно ὀλα πήγαν ἄδικα.
См. также в других словарях:
σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 … Dictionary of Greek
κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… … Dictionary of Greek
μισόσκεπος — η, ο σκεπασμένος κατά το ήμισυ, μισοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + σκεπος (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. ξέ σκεπος] … Dictionary of Greek
ολόσκεπος — η, ο ο εξ ολοκλήρου σκεπασμένος, στεγασμένος εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + σκεπός (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. μισό σκεπος] … Dictionary of Greek
σεπτήρια — Γιορτή που γινόταν στην αρχαιότητα στους Δελφούς κάθε 9 χρόνια, σε ανάμνηση του αγώνα μεταξύ Πύθωνα και Απόλλωνα. Έφτιαχναν αρχικά ένα ομοίωμα της καλύβας του Πύθωνα, έπειτα ακολουθούσε μια απομίμηση της μονομαχίας Πύθωνα Απόλλωνα, και κατόπιν… … Dictionary of Greek
σκέμμα — ατος, τὸ, ΜΑ 1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.) 2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.) αρχ. 1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
σκεμμός — ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) σκέψη («τοὺς βασιλείους ἐμήνυον σκεμμούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ τού σκέπτομαι + κατάλ. μος, με αφομοίωση τού π ] … Dictionary of Greek
σκεπτήριον — τὸ, Α τεκμήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ τού σκέπτομαι* + επίθημα τήριον (πρβλ. καλυπ τήριον)] … Dictionary of Greek
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
σφεδανός — και σφαδανός ή, όν, Α 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.) 2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *sp(h)e(n)d «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ.… … Dictionary of Greek