-
1 shipping
noun (ships taken as a whole: The harbour was full of shipping.) ναυτιλία/σκάφη -
2 tub
1) (a round (usually wooden) container for keeping water, washing clothes etc: a huge tub of water.) σκάφη2) (a bath: He was sitting in the tub.) μπανιέρα3) (a small round container for ice-cream etc.) μικρό δοχεί παγωτού•- tubby -
3 Ark
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ark
-
4 Cradle
subs.V. κύτος, τό, σκάφη, ἡ, ἄγγος, τό, ἀντίπηξ, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cradle
-
5 Demolition
subs.P. and V. σκαφή, ἡ (Lys.), P. καθαίρεσις, ἡ, διάλυσις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Demolition
-
6 Tow
subs.P. στυππεῖον, τό (Xen.).Seller of tow: Ar. στυππειοπώλης, ὁ.——————v. trans.P. and V. ἕλκειν, ἐφέλκειν.Take in tow: P. ἀναδεῖσθαι (Thuc. 2, 92).They did not take the hulls in tow: P. τὰ σκάφη οὐχ εἷλκον ἀναδούμενοι (Thuc. 1. 50).Be towed along the shore: P. ἀπὸ κάλω παραπλεῖν (Thuc. 4, 25).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tow
-
7 Trough
subs.Ar. σκάφη, ἡ.For kneading: Ar. and P. κάρδοπος, ἡ, μάκτρα, ἡ (Xen.).For drinking: V. πίστρον, τό (Eur., Cycl. 29).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trough
-
8 Tub
subs.Especially for washing: Ar. πύελος, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tub
См. также в других словарях:
σκαφή — digging fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — trough fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκάπτω dig aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφῃ — σκάφη trough fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σκαφή — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σκαφῇ — σκάπτω dig aor subj pass 3rd sg σκαφῆι , σκαφεύς digger masc dat sg (epic ionic) σκαφή digging fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — η 1. οικιακό σκεύος στο οποίο ζυμώνεται το αλεύρι ή πλένονται τα ρούχα. 2. μικρή βάρκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαφή — η βλ. σκάψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης … Dictionary of Greek
θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή … Dictionary of Greek
σκαφέων — σκάφη trough fem gen pl (epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σκαφεύς digger masc gen pl σκαφέω̆ν , σκαφεύς digger masc gen pl σκαφή digging fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)