Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σιγή

  • 1 σιγή

    [сиги] ουσ. Θ. тишина, молчание.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιγή

  • 2 молчание

    ουδ.
    σιγή, σιωπή, ησυχία•

    хранить молчание τηρώ σιγή•

    прервать молчание διακόπτω. τη σιωπή• молчание - знак согласия η σιγή είναι ένδειξη συγκατάθεσης•

    принудить кого-л. к -ю επιβάλλω σε κάποιον να σωπάσει.

    εκφρ.
    обойти что-л. -ем – αποσιωπώ κάτι (αφήνω άθικτο).

    Большой русско-греческий словарь > молчание

  • 3 молчание

    молчание с η σιωπή* хранить \молчание σιωπώ, τηρώ σιγή
    * * *
    с
    η σιωπή

    храни́ть молча́ние — σιωπώ, τηρώ σιγή

    Русско-греческий словарь > молчание

  • 4 молчание

    молчани||е
    с ἡ σιωπή, ἡ σιγή:
    принудить кого-л. к \молчаниею ἐπιβάλλω σιγή[ν] σέ κάποιον обойти \молчаниеем παρασιωπώ, ἀποσιωπώ κάτι· нарушить \молчание λύω τήν σιωπή· хранить \молчание τηρώ σιγήν, σωπαίνω· \молчание \молчание Знак согласия погов. ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > молчание

  • 5 тишина

    θ.
    ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• σιγαλιά• κάλμα• σιγή•

    ночная тишина νυχτερινή ησυχία•

    мртвая тишина νεκρική σιγή•

    соблюдать -у τηρώ (κάνω) ησυχία.

    || μτφ. ψυχική γαλήνη.

    Большой русско-греческий словарь > тишина

  • 6 радиомолчание

    η σιγή ασυρμάτου
    η περίοδος σιγής ασυρμάτου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиомолчание

  • 7 безмолвне

    безмолв||не
    с ἡ σιωπή, ἡ σιγή.

    Русско-новогреческий словарь > безмолвне

  • 8 гробовой

    гробов||ой
    прил:
    \гробовойо́е молчание ἡ νεκρική σιωπή· \гробовойая тишина ἡ νεκρική σιγή· \гробовойым голосом μέ βαρειά φωνή· до \гробовой доски ὡς τό θάνατο.

    Русско-новогреческий словарь > гробовой

  • 9 зловещий

    зловещ||ий
    прил δυσοίωνος, βλοσυρός, γρουσούζικος:
    \зловещий вид τό βλοσυρό ϋφος· \зловещийая тишина σιγή γεμάτη ἀγριάδα.

    Русско-новогреческий словарь > зловещий

  • 10 мертвый

    мертв||ый
    прил νεκρός (тж. перен)/ πεθαμένος, ἄπνους:
    \мертвый язык ἡ νεκρή γλῶσσα· \мертвыйая точка тех. τό νεκρό σημείο· \мертвый сезон ἡ νεκρή σεζόν, ἡ ἐποχή ἀπ-ραξίας· \мертвыйая тишина ἡ νεκρική σιγή, ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· ◊ \мертвыйая петля ἀβ. τό λούπιγκ· \мертвыйое пространство воен. τό ἀπυ-ρόβλητο[ν]· \мертвыйая зыбь мор. ἡ φουσκοθα-λασσιά· \мертвыйая хватка τό θανάσιμο ἀγκάλιασμα· \мертвый час ἡ ῶρα ἀνάπαυσης· спать \мертвыйым сном κοιμάμαι βαθειά· ни жив ни мертв разг μισοπεθαμένος.

    Русско-новогреческий словарь > мертвый

  • 11 молча

    молча
    нареч σιωπηρά, σιωπηλα [-ῶς], ἐν σιγή.

    Русско-новогреческий словарь > молча

  • 12 почтить

    почтить
    сов τιμώ:
    \почтить кого-л. своим присутствием τιμώ κάποιον μέ τήν παρουσία μου· \почтить чыо-л. память вставанием τιμώ τήν μνήμη κάποιου μέ ἐνός λεπτοῦ σιγή.

    Русско-новогреческий словарь > почтить

  • 13 тишина

    тишин||а
    ж ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ σιγαλιά, ἡ σιωπή (безмолвие)/ ἡ γαλήνη (спокойствие):
    мертвая \тишина ἡ νέκρα, ἡ νεκρική σιγή· соблюдайте \тишинау μήν θορυβείτε.

    Русско-новогреческий словарь > тишина

  • 14 устанавливаться

    устанавливать||ся
    1. (утверждаться, входить в силу) ἐπικρατώ, καθιερώνομαι, θεσπίζομαι:
    давно́ уже установился обычай... ἀπό καιρό ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια...· установилась тишина ἐπεκράτησε σιγή· погода установилась ὁ καιρός ἔστρωσε·
    2. (сложиться, сформироваться) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι:
    голос у него́ еще не установился ἡ φωνή του ἀκόμα δέν διαμορφώθηκε.

    Русско-новогреческий словарь > устанавливаться

  • 15 глубокий

    επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глубже, глубочайший βαθύς•

    глубокий колодец βαθύ πηγάδι•

    -ая река βαθύ ποτάμι•

    -ие морщины βαθιές ρυτίδες•

    -ая вспашка βαθύ όργωμα•

    -ие корни βαθιές ρίζες•

    глубокий вздох βαθύ αναστέναγμα•

    глубокий вдох βαθιά εισπνοή•

    -ие знания βαθιές γνώσεις•

    глубокий траур βαθύ (βαού) πένθος•

    -ая таина βαθύ μυστικό, απόρρητο•

    -ое молчание βαθιά (νεκρική) σιγή•

    глубокий сон βαθύς ύπνος•

    -ая старость βαθιά γεράματα•

    глубокий мрак βαθύ σκοτάδι (ζόφος, έρεβος)•

    в -ой древности στα πολύ παλιά χρόνια.

    εκφρ.
    глубокий взгляд ή взор – διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα•
    глубокий поклон – βαθιά υπόκλιση•
    глубокий голос – βαθιά φωνή•
    старик – ο υπέργηρος, γερομπαμπαλής•
    - ая старуха – μπαμπόγρια.

    Большой русско-греческий словарь > глубокий

  • 16 гробовой

    επ.
    νεκρικός, επιτάφιος, επιτύμβιος•

    -ое молчание νεκρική σιγή•

    -ая тишина νεκρική σιωπή•

    гробовой камень επιτάφια πλάκα, ταφόπετρα•

    гробовой голос φωνή φαραγγώδης•

    до -ой доски μέχρι θανάτου, ως τον τάφο.

    Большой русско-греческий словарь > гробовой

  • 17 длительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    μακράς διαρκείας, μακροχρόνιος, παρατεταμένος, μακρός•

    -ая переписка μακροχρόνια αλληλογραφία•

    -ое молчание μακρά σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > длительный

  • 18 замолкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замолк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замолкший, κ. замолкнувший
    ρ.σ.
    1. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω•

    ребенок замолк и заснул το παιδάκι σώπασε και αποκοιμήθηκε•

    -ли пушки σίγησαν τα κανόνια.

    || σταματώ την αλληλογραφία, τηρώ σιγή.
    2. παύω, σταματώ (για ήχο)•

    шаги на лестнице -ли τα πατήματα στη σκάλα σταμάτησαν•

    шум -олк ο θόρυβος έπαψε.

    3. (γιά αισθήματα, λογικό) δεν λειτουργώ•

    рассудок -олк το λογι-? κό έπαψε να λειτουργεί.

    Большой русско-греческий словарь > замолкнуть

  • 19 затихание

    ουδ.
    σιγή, καλμάρισμα, πάψη, σιώπηση, ησύχαση.

    Большой русско-греческий словарь > затихание

  • 20 затишье

    ουδ.
    1. κάλμα, γαλήνη, νηνεμία, ηρεμία. || σιωπή, σιγή, ησυχία, σιγαλιά.
    2. απάγκιο, απανέμι, απανεμιά. || μέρος απόμακρο, απομονωμένο.
    3. Μτφ. νέκρα, στασιμότητα.

    Большой русско-греческий словарь > затишье

См. также в других словарях:

  • σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… …   Dictionary of Greek

  • σιγή — η 1. έλλειψη θορύβου, ησυχία: Επικρατούσε νεκρική σιγή μέσα στην αίθουσα. 2. σιωπή: Τήρησαν ενός λεπτού σιγή μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγῇ — σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγή — σῑγή , σιγή silence fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγη — σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (doric) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σί̱γη …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… …   Dictionary of Greek

  • σίγ' — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) σῑγαί , σιγή silence fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»