Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
σητός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σητός — σής moth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητοτρόφος — ον, Μ το αρσ. ως ουσ. ὁ σητοτρόφος αυτός που τρέφει τους σκόρους, δηλαδή αυτός που συγκεντρώνει βιβλία και δεν τά διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ὀρνιθο τρόφος] … Dictionary of Greek
σητόβρωτος — η, ο / σητόβρωτος, ον, ΝΜΑ φαγωμένος από τα σκουλήκια, σκοροφαγωμένος, σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω, κατατρώγω»), πρβλ. μυό βρωτος] … Dictionary of Greek
σητόκοπος — ον, Α σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] … Dictionary of Greek
σητώ — άω, Α [σής, σητός] (για σκόρους) κατατρώγω … Dictionary of Greek
δυσμίσητος — δυσμί̱σητος , δυσμίσητος much hated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητός — μῑσητός , μισητός hateful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)