-
1 язвить
язвитьнесов λέγω φαρμακερά λόγια, σαρκάζω, χλευάζω, πειράζω. -
2 sneer
[sniə] 1. verb1) (to raise the top lip at one side in a kind of smile that expresses scorn: What are you sneering for?) (χαμο)γελώ περιφρονητικά2) ((with at) to show contempt for (something) by such an expression or by scornful words etc: He sneered at our attempts to improve the situation.) χλευάζω3) (to say with contempt: `You haven't a chance of getting that job,' he sneered.) σαρκάζω2. noun(a scornful expression, words etc that express contempt.) ειρωνικό χαμόγελο/σαρκασμός -
3 язвить
[γιαζβίτ'] р. σαρκάζω, πειράζω -
4 язвить
[γιαζβίτ'] р. σαρκάζω, πειράζω -
5 язвить
[γιαζβίτ'] ρ σαρκάζω, πειράζω -
6 язвить
[γιαζβίτ'] ρ σαρκάζω, πειράζω -
7 mock
1) περιγελώ2) σαρκάζω3) χλευάζω
См. также в других словарях:
σαρκάζω — tear fiesh like dogs pres subj act 1st sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκάζω — σαρκάζω, σάρκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… … Dictionary of Greek
σαρκάζω — σάρκασα, γελώ χαιρέκακα, ειρωνεύομαι με κακεντρέχεια: Εμείς υποφέρουμε κι αυτός σαρκάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρκάζει — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind mp 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκαζε — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres imperat act 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκάζειν — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκάζοντας — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκάζοντες — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκάζων — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασαρκῶν — κατά ἀσαρκέω make lean pres part act masc nom sg (attic epic doric) κατά σαρκάω pres part act masc voc sg κατά σαρκάω pres part act neut nom/voc/acc sg κατά σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κατά σαρκάω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)