-
1 σαινιδωρος
См. также в других словарях:
σαινίδωρος — ον, Α αυτός που κολακεύει με δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω» + δωρος (< δῶρον), πρβλ. σαννί δωρος] … Dictionary of Greek
σαινίδωρον — σαινίδωρος coaxing by presents masc/fem acc sg σαινίδωρος coaxing by presents neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)