-
1 σαικωνιζω
двигать, передвигать Arph. -
2 διασαικωνιζω
-
3 διασαλακωνιζω
См. также в других словарях:
σαικωνώ — έω και σαικωνίζω, Α κινώ … Dictionary of Greek
1 σαικωνιζω
2 διασαικωνιζω
3 διασαλακωνιζω
σαικωνώ — έω και σαικωνίζω, Α κινώ … Dictionary of Greek