-
1 Better
adj.Better in health: P. ῥᾴων.Be better in health, v.: ῥαΐζειν.——————adv.More, rather: P. and V. μᾶλλον.Think better of: see Reconsider, Repent.Think better of it: V. φρόνησιν... λῴω... λαβεῖν (Soph., Phil. 1078).If they listen to our representations so much the better: P. ἢν μὲν εἰσακούσωσί τι πρεσβευομένων ἡμῶν ταῦτα ἄριστα (Thuc. 1, 82).All the better: P. τοσούτῳ ἄμεινον.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Better
-
2 Easy
adj.P. and V. ῥᾴδιος, εὐπετής (Plat.), εὔπορος, V. εὐμαρής.Light: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.Easy to carry: V. εὐάγκαλος.Untroubled: P. and V. ἄπονος.In easy circumstances: Ar. and P. εὔπορος.Easy victory: P. ἀκονιτὶ νίκη (Thuc. 4, 73).I shall feel easier when I have told you the pitiful story of my many misfortunes: P. ἐγὼ τῶν γεγενημένων ἀποδυράμενος τὰ πλεῖστα ὥσπερ ῥᾴων ἔσομαι (Dem. 1118).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Easy
См. также в других словарях:
ράων — ᾷον, και ῥᾷος, ον, και ιων. τ. ῥήων, ον, Α ευκολότερος. επίρρ... ῥᾳόνως και ῥάως Α ευκολότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] … Dictionary of Greek
ῥᾴων — ῥάιος fem gen pl ῥάιος masc/neut gen pl ῥᾴδιος easy masc/fem nom comp sg ῥαίω break pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek
ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek
ράος — ον, Α βλ. ῥᾴων … Dictionary of Greek
ράσσων — Α ῥᾴων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] … Dictionary of Greek
ράως — Α επίρρ. βλ. ῥᾴων … Dictionary of Greek
ρήων — ον, Α ιων. τ. βλ. ῥάων … Dictionary of Greek
ραόνως — Μ επίρρ. βλ. ῥᾴων … Dictionary of Greek