Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ρωμαιοκαθολικός

См. также в других словарях:

  • ρωμαιοκαθολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ρωμαιοκαθολισμό και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πιστός τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας 3. φρ. «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» η Εκκλησία τής Δύσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά… …   Dictionary of Greek

  • Φράγκος — ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν 1. κάτοικος τής δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση 2. Ρωμαιοκαθολικός νεοελλ. στον πληθ. οι Φράγκοι γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη τού Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή… …   Dictionary of Greek

  • Μπεναρδίνος — Μπεναρδίνος, ὁ (Μ) Ρωμαιοκαθολικός μοναχός τού θρησκευτικού τάγματος το οποίο ίδρυσε ο άγιος Βενέδικτος και αναμόρφωσε ο άγιος Βερνάρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Bernardin] …   Dictionary of Greek

  • Φραγκοσυριανός — ο, θηλ. Φραγκοσυριανή, Ν κάτοικος τής Σύρου, ελληνικής καταγωγής, Ρωμαιοκαθολικός ως προς το δόγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + Συριανός (< Σύρος)] …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • λατίνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Λατίου. Βλ. λ. Λατίνοι. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. * * * η, ο (AM λατῑνος, ίνη, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῑναι ἑορταί», Διον. Αλ.) 2. (το αρσ …   Dictionary of Greek

  • μαδέρα — (Madeira). Συστάδα ηφαιστειογενών νησιών (794 τ. χλμ., 253.482 κάτ. το 2001) στον Ατλαντικό ωκεανό, που ανήκουν διοικητικά στην Πορτογαλία, της οποίας αποτελούν το ομώνυμο διοικητικό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την πόλη Φουνσάλ (115.403 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • παπιστής — ο ο οπαδός τού παπισμού, ο ρωμαιοκαθολικός, αυτός που παραδέχεται τον πάπα ως μόνο και γνήσιο αντιπρόσωπο τού Θεού στη Γη και ως αλάθητο, καθώς και το σύνολο τών δογμάτων τής Δυτικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας + κατάλ. ιστής. Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • προκουράτωρ — ωρος, ὁ, Μ ρωμαιοκαθολικός κληρικός, επικεφαλής μητροπολιτικού ναού σε χώρα τής Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. procurator «επίτροπος, επιμελητής» (< procuro)] …   Dictionary of Greek

  • φρέρης — ο, Ν ρωμαιοκαθολικός εκπαιδευτικός και ιερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frere «αδελφός» (πρβλ. και φλάρης / φλάρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»