Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ρυππαπαι

См. также в других словарях:

  • ῥυππαπαί — indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυππαπαί — και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α 1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ ἀλλ ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.) 2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ το πλήρωμα πλοίου.… …   Dictionary of Greek

  • ιππαπαί — ἱππαπαῑ (Α) κραυγή τών ιππέων («ἀνεβρύαξαν, ἱππαπαῑ τίς ἐμβαλεῑ;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη στην κωμωδία Ίππῆς, κατά το ρυππαπαῑ, κραυγή τών κωπηλατών] …   Dictionary of Greek

  • ρέζω — (I) και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α 1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ. β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ. γ. «ἡ πόλις ἡμᾱς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.) 2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας… …   Dictionary of Greek

  • ρυπαπαί — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) βλ. ῥυππαπαῑ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»