Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ρηγνυω

См. также в других словарях:

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • ῥηγνύω — ῥήγνυμι break asunder pres subj act 1st sg ῥήγνυμι break asunder pres subj act 1st sg ῥήγνυμι break asunder pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορρηγνύω — ἀπορρηγνύω κ. νυμι (AM) [ρηγνύω κ. νυμι] ξεσπώ αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ 2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει 3. ( μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι 4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι 5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς παραλυμένος ακόλαστος 6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ… …   Dictionary of Greek

  • περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… …   Dictionary of Greek

  • ρήγνυμι — ΜΑ βλ. ρηγνύω …   Dictionary of Greek

  • ρήξη — η / ῥῆξις, ήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. Fρῆξις, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα 2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.) 3. ρήγμα, χάσμα νεοελλ. 1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη τής εισόδου… …   Dictionary of Greek

  • συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԳԻԾԱՆԵՄ — (գիծի, ծեալ, կամ ծանեալ.) NBH 1 0673 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c, 14c ն. ԵՐԳԻԾԱՆԵՄ ῤηγνύω, ῤήσσω, ἑκρήγνω rumpo, scindo որ եւ ԵՐԳԻԾՈՒՑԱՆԵՄ. Հերձանալ. պատառոտել, իրօք կամ նմանութեամբ. ... *Երգիծանելն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԵՐԳԻԾԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ծեցուցի.) NBH 1 0673 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ն. ԵՐԳԻԾՈՒՑԱՆԵՄ լինի եւ ԵՐԳԻԾԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ῤηγνύω, διαρήγνυμι rumpo, scindo, discerpio Երգիծանել, հերձուլ, պայթուցանել. ... *Զի մի՛ առ ոտն կոխեսցեն զնոսա, եւ դարձեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԵՐԳԻԾՈՒՑԱՆԵՄ — (ծուցի.) NBH 1 0673 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ն. ԵՐԳԻԾՈՒՑԱՆԵՄ լինի եւ ԵՐԳԻԾԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ῤηγνύω, διαρήγνυμι rumpo, scindo, discerpio Երգիծանել, հերձուլ, պայթուցանել. ... *Զի մի՛ առ ոտն կոխեսցեն զնոսա, եւ դարձեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՐԱՄԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 1 0992 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 12c ն. διακόπτω, ῤηγνύω, νυμι disrumpo, findo, reseco, decido, frango. Խրամ հատանել. խրամահատ լինել. պատառել, հեղձուլ, խորել, բանալ զտեղի փակեալ կամ ցանկ, զպարիսպ. քակել. խախտել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»