-
1 ρευματικος
31) страдающий истечениямиῥ. εἰς τοὺς ὀφθαλμούς Arst. — страдающий слезотечением Arst.
2) гноящийся(τραῦμα Plut.)
-
2 ρευματικός
η, ό[ν] 1. ревматический;2. (ο) больной ревматизмом, ревматик -
3 ρευματικός
[рэвматикос] еж ревматический.
См. также в других словарях:
ῥευματικός — subject to a discharge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρευματικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στους ρευματισμούς ή πάσχει από ρευματισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥευματικά — ῥευματικός subject to a discharge neut nom/voc/acc pl ῥευματικά̱ , ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc/acc dual ῥευματικά̱ , ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικωτέραις — ῥευματικός subject to a discharge fem dat comp pl ῥευματικωτέρᾱͅς , ῥευματικός subject to a discharge fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικῶν — ῥευματικός subject to a discharge fem gen pl ῥευματικός subject to a discharge masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικόν — ῥευματικός subject to a discharge masc acc sg ῥευματικός subject to a discharge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικαῖς — ῥευματικός subject to a discharge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικαί — ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικοῖς — ῥευματικός subject to a discharge masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικοί — ῥευματικός subject to a discharge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματικούς — ῥευματικός subject to a discharge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)