Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ρευματικος

См. также в других словарях:

  • ῥευματικός — subject to a discharge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρευματικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στους ρευματισμούς ή πάσχει από ρευματισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥευματικά — ῥευματικός subject to a discharge neut nom/voc/acc pl ῥευματικά̱ , ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc/acc dual ῥευματικά̱ , ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικωτέραις — ῥευματικός subject to a discharge fem dat comp pl ῥευματικωτέρᾱͅς , ῥευματικός subject to a discharge fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικῶν — ῥευματικός subject to a discharge fem gen pl ῥευματικός subject to a discharge masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικόν — ῥευματικός subject to a discharge masc acc sg ῥευματικός subject to a discharge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικαῖς — ῥευματικός subject to a discharge fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικαί — ῥευματικός subject to a discharge fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικοῖς — ῥευματικός subject to a discharge masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικοί — ῥευματικός subject to a discharge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματικούς — ῥευματικός subject to a discharge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»